Ύπνος και Θάνατος


 

[…] Για όλα τα όντα που αξιώθηκαν να γνωρίσουν τη ζωή, ο θάνατος είναι ένα γεγονός αναγκαίο. Γίνεται να μη γεννηθεί κανείς∙ αφού όμως γεννηθεί, δεν γίνεται να μην πεθάνει. Με την προοπτική μάλιστα του βιολόγου τα δύο φαινόμενα συνδέονται αναπόσπαστα: ο θάνατος είναι η σκιά της ζωής, αρχίζομε να πεθαίνομε (με αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς που υπακούουν στον αμείλικτο νόμο της «εντροπίας») από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ενώ όμως ο θάνατος είναι για όλα ανεξαίρετα τα ζωντανά όντα ένα αναπόδραστο γεγονός, ο άνθρωποςδεν θέλει, δεν μπορεί να τον παραδεχτεί και επιχειρεί να συμφιλιωθεί μαζί του με τις ερμηνείες που του δίνει.

[…]

«Τις δε οίδεν» λέγει ένα απόσπασμα του Ευριπίδη (που το παραθέτει μέσα στον «Γοργία» (492e) του ο Πλάτων) «ει το ζην μεν εστι κατθανείν, το δε κατθανείν ζην»; Ποιος ξέρει αν η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή; Στους δύο τούτους στίχους διατυπώνεται με όλη την αγωνία της μια απορία που έχει πολύ βασανίσει το ανθρώπινο γένος. Τι είναι άραγε αυτό που νομίζομε «ύπαρξη» και το άλλο που φοβούμαστε ότι είναι «ανυπαρξία»; Ζωή είναι το πρώτο και θάνατος το δεύτερο; ή μήπως έχομε αντιστρέψει τα πράγματα και το πρώτο είναι θάνατος, το δεύτερο ζωή; Γιατί άραγε ανέκαθεν ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να πεισθεί ότι όλα τελειώνουν με το θάνατο; Τι λόγους έχει να περιμένει μια συνέχεια της ζωής ύστερ’ από τον τάφο; Το φαινόμενο που θα του έδωσε αυτή την ιδέα πιστεύεται ότι είναι ο ύπνος. Στον ύπνο χάνει τη συνειδητότητα, και την ξαναβρίσκει με την εγρήγορση. Ακριβέστερα: στον ύπνο ή χάνει εντελώς τη συνειδητότητα (όταν κοιμάται χωρίς να ονειρεύεται), ή περνάει σ’ ένα άλλο είδος συνειδητότητας, στη συνειδητότητα του ονείρου.

Αυτή η διακοπή της συνέχειας και έπειτα η επιστροφή στην αρχική κατάσταση έκανε τον άνθρωπο να συνδέσει τα δύο γεγονότα: τον ύπνο και το θάνατο. (Δίδυμα αδέλφια τούς ονομάζει η μυθολογία). Και να πιστέψει ότι, όπως ο ύπνος είναι ένα είδος θανάτου, έτσι και ο θάνατος είναι ένα είδος ύπνου. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση εξακολουθούμε να «υπάρχομε», αλλά με μιαν άλλη μορφή «συνειδητότητας». Τα όνειρα ποτέ δεν παραδέχτηκε ο άνθρωπος ότι είναι κατασκευές αυθαίρετες της φαντασίας, εικόνες απατηλές, άσχετες με την πραγματικότητα. Απεναντίας τα θεώρησε «αληθινά», με το νόημα ότι παρουσιάζουν μιαν οντική σφαίρα παράλληλη και σύστοιχη προς την «καθημερινή». Όπως λοιπόν κλείνομε τα μάτια μας και κοιμόμαστε, δηλαδή περνούμε από την «κοινή» στη συνειδητότητα του ονείρου, έτσι θα γίνεται και στο θάνατο: κλείνομε τα μάτια μας και περνούμε από την «κοινή» συνειδητότητα σε μιαν άλλη, που δεν την ξέρομε. Και αφού μετά τον ύπνο επιστρέφομε στον εαυτό μας («ξυπνούμε»), γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο και ύστερ’ από το θάνατο; Μόνο που δεν θα ξαναγυρίζομε στο «φυσικό» πεδίο, αλλά σ’ ένα άλλο, υπερφυσικό ή μεταφυσικό. Εφόσον κατά τη διάρκεια της ζωής υπάρχουν αλλεπάλληλες περίοδοι θανάτου (ύπνου), δεν αποκλείεται και κατά τη διάρκεια του θανάτου να υπάρχουν αλλεπάλληλες περίοδοι ζωής (επιβίωσης).

Στην παραδοχή της μετά το θάνατο επιβίωσης της ψυχής παρουσιάζεται μια σοβαρή δυσκολία: Κατά τον ύπνο αποδημεί έστω η ψυχή, αλλά η βάση της διατηρείται, το σώμα εξακολουθεί να υπάρχει ανέπαφο και την περιμένει να γυρίσει, οπότε ενώνεται πάλι μαζί της, έτοιμο να την υπηρετήσει και να την εκφράσει με τα όργανα και τις λειτουργίες του. Με το θάνατο όμως το όχημα τούτο δεν παραμένει ούτε περιμένει, αλλά αποσυντίθεται, διαλύεται. Μήπως λοιπόν δεν είναι τα ίδια, αλλά απεναντίας εντελώς διαφορετικά τα δύο γεγονότα: ο ύπνος και ο θάνατος, και ο συλλογισμός της αναλογίας που κάνομε στηριζόμενοι στην ομοιότητά τους είναι λογικά ανεπίτρεπτος; —Ο άνθρωπος όμως δεν εγκαταλείπει εύκολα την πίστη του και έχει ήδη αντιμετωπίσει αυτή την αντίρρηση. Ενδεικτικά αναφέρω την απάντηση των λεγόμενων «θεοσοφικών» σχολών (που αντλούν τις θεωρίες τους από αρχαία ινδικά φιλοσοφικά κείμενα, σε συνδυασμό με έννοιες της χριστιανικής θρησκείας και της σύγχρονης επιστήμης). Η αποδημία της ψυχής —λέγουν— είναι στον ύπνο προσωρινή, γιατί δεν έχει διακοπεί οριστικά το ρεύμα, η χορδή της ζωής∙ γίνεται μόνο μια βραχύχρονη αναστολή αυτής της διαδικασίας και για τούτο, κατά τη διάρκειά της, μένει το σώμα αναλλοίωτο. Όταν όμως το ζωοποιό ρεύμα διακοπεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, το σώμα αρχίζει να διαλύεται στα συστατικά του στοιχεία για να μετασχηματισθεί, να πάρει άλλην ή άλλες μορφές. Τότε η συνειδητότητα μεταλλάζει∙ η ψυχή απελευθερώνεται (δεν αφανίζεται, γιατί τίποτα δεν χάνεται στον κόσμο) και βρίσκει άλλον τρόπο να «υπάρξει» και πάλι στο φυσικό πεδίο.

Εάν ο θάνατος ήταν μόνο νέκρωση, αφανισμός, θα έπρεπε το φαινόμενο τούτο να είναι γενικό σε ολόκληρο το σύμπαν, όχι μόνο στην ανθρώπινη περιοχή του. Παντού ο θάνατος θα έπρεπε να καταβροχθίζει τη ζωή, και τότε ο πλανήτης μας θα έμοιαζε με ένα απέραντο νεκροταφείο. Δεν συμβαίνει όμως αυτό∙ αντίθετα βλέπομε ότι, μόλις αρχίσει η αποσύνθεση ενός φυσικού πλάσματος, την ίδια στιγμή αρχίζει και η ανασύνθεση των συστατικών στοιχείων του σε άλλη μορφή. Μόλις από το δέντρο πέσει στο έδαφος ένα νεκρό φύλλο, αρχίζει να διαλύεται, αλλά ταυτόχρονα αρχίζουν να αναδιοργανώνονται τα στοιχεία του σε άλλες φυσικές μορφές. Ο θάνατος λοιπόν δεν είναι εξαφάνιση του όντος, αλλά μετασχηματισμός, νέα «γένεση».

 

ΠΗΓΗ: Ε.Π. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία, 2η εκδ., «Δωδώνη», Αθήνα, σ. 178