Συνειδητό και Ασυνείδητο
[…] Η διάκριση του ψυχικού κόσμου σε συνειδητό και ασυνείδητο είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση της ψυχανάλυσης, και μόνο αυτή της δίνει τη δυνατότητα να καταλάβει τις συχνές όσο και σημαντικές παθολογικές διαδικασίες της ψυχικής ζωής και να τις εντάξει σε ένα επιστημονικό πλαίσιο. Για να το πούμε ξανά και με άλλα λόγια, η ψυχανάλυση δεν μπορεί να τοποθετήσει την ουσία του ψυχικού κόσμου στο συνειδητό, αλλά πρέπει να θεωρήσει το συνειδητό ως μια ποιότητα του ψυχικού κόσμου, η οποία μπορεί να πλησιάζει ή να απομακρύνεται από άλλες ποιότητες.
Αν μπορούσα να φανταστώ ότι όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την ψυχολογία θα διάβαζαν αυτό το κείμενο, τότε θα είχα προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ένα μέρος των αναγνωστών να διακόψει ήδη σ΄αυτό το σημείο και να μην προχωρήσει παρακάτω, διότι εδώ βρίσκεται το πρώτο Schiboleth [Σ.τ.Μ.: Μορφή ομιλίας που φανερώνει ότι κάποιος είναι μέλος μιας ομάδας. Ο σκοπός του Schiboleth είναι τόσο να αποκλείει όσο και να εντάσσει στην ομάδα. Ένα πρόσωπο που ο τρόπος ομιλίας του την παραβιάζει θεωρείται παρείσακτο και αποκλείεται από την ομάδα.] της ψυχανάλυσης. Για τους περισσότερους ανθρώπους που έχουν φιλοσοφική παιδεία η ιδέα ενός τμήματος του ψυχικού κόσμου που δεν είναι συνειδητό είναι τόσο αδιανόητη, ώστε τους φαίνεται παράλογη και απορριπτέα με τα μέσα της απλής λογικής. Πιστεύω πως η πεποίθηση αυτή προκύπτει από το ότι δεν έχουν μελετήσει ποτέ τα φαινόμενα που σχετίζονται με την ύπνωση και το όνειρο, τα οποία – ανεξάρτητα από τον χώρο του παθολογικού- οδηγούν κατ’ ανάγκην σ’ αυτήν την αντίληψη. Ωστόσο, η ψυχολογία τους του συνειδητού είναι ανίκανη να λύσει τα προβλήματα του ονείρου και της ύπνωσης.
[…] Βλέπουμε, όμως, ότι έχουμε δύο είδη ασυνειδήτου, το λανθάνον, το οποίο είναι ικανό να είναι συνειδητό, κι αυτό που έχει απωθηθεί, το οποίο από μόνο του, και χωρίς κάτι περαιτέρω, δεν είναι ικανό να είναι συνειδητό. […] Ονομάζουμε το λανθάνον – το οποίο μόνον περιγραφικά είναι ασυνείδητο, όχι με μια έννοια δυναμική- προσυνειδητό. Περιορίζουμε την ονομασία ασυνείδητο σ’ αυτό που είναι δυναμικά ασυνείδητο, κι έτσι τώρα έχουμε τρεις όρους, το συνειδητό, το προσυνειδητό και το ασυνείδητο […]. Αναγνωρίζουμε ότι το ασυνείδητο δεν συμπίπτει με το απωθημένο. Παραμένει ορθό ότι όλα τα απωθημένα είναι ασυνείδητα, αλλά οτιδήποτε ασυνείδητο δεν είναι απωθημένο. Υπάρχει και ένα κομμάτι του Εγώ, Κύριος οίδε πόσο σημαντικό κομμάτι του Εγώ, που μπορεί να είναι ασυνείδητο, ασφαλώς είναι ασυνείδητο. Και αυτό το ασυνείδητο του Εγώ δεν είναι λανθάνον με την έννοια του προσυνειδητού, αλλιώς δε θα ήταν δυνατόν να ενεργοποιηθεί χωρίς να γίνει συνειδητό, και η συνειδητοποίησή του δεν θα έπρεπε να δημιουργεί τόσο μεγάλες δυσκολίες. Αν, λοιπόν, αντιμετωπίζουμε την ανάγκη να ορίσουμε ένα τρίτο, μη απωθημένο, ασυνείδητο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο χαρακτήρας του ασυνειδήτου χάνει για εμάς τη σημασία του. Γίνεται μια ποιότητα με πολλές σημασίες, που δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε τα εκτεταμένα και βέβαια συμπεράσματα, όπως είχαμε ελπίσει ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ωστόσο θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην το αγνοήσουμε, γιατί εν τέλει το αν είναι κάτι συνειδητό ή όχι αποτελεί τη μόνη αχτίδα φωτός μέσα στα σκοτάδια της ψυχολογίας του βάθους.
Το Εγώ και το Αυτό
[…] Τώρα όλη η γνώση μας είναι συνδεδεμένη με το συνειδητό. Μπορούμε να γνωρίσουμε και το ασυνείδητο, καθιστώντας το συνειδητό .Αλλά, μια στιγμή. Πώς είναι δυνατόν να συμβεί αυτό; Τι σημαίνει «καθιστώ κάτι συνειδητό;» Πώς μπορεί να συμβεί αυτό;
Γνωρίζουμε ήδη το σημείο από το οποίο μπορούμε να ξεκινήσουμε αυτή τη σύνδεση. Έχουμε πει ότι το συνειδητό είναι η επιφάνεια της ψυχικής κατασκευής. Αυτό σημαίνει ότι το έχουμε εντάξει ως λειτουργία σε ένα σύστημα που τοπολογικά είναι το πρώτο που συναντά κανείς ερχόμενος από τον έξω κόσμο. Τοπολογικά, όχι μόνο με την έννοια της λειτουργίας αλλά τώρα και με την έννοια της ανατομικής ανάλυσης. Και οι έρευνές μας θα πρέπει να εκλάβουν αυτή την επιφάνεια ως σημείο εκκίνησης. Κατ’ αρχάς, όλες οι αντιλήψεις που έχουμε απ’ έξω (αισθητηριακές αντιλήψεις) κι από μέσα, που τις ονομάζουμε αισθήσεις και αισθήματα, είναι συνειδητές. […]
[…] Σε κάποιο άλλο σημείο έχω ήδη διατυπώσει την υπόθεση ότι η πραγματική διαφορά ανάμεσα σε μια ασυνείδητη και μια προσυνειδητή παράσταση (μια σκέψη) συνίσταται στο ότι η πρώτη συντελείται σε κάποιο υλικό που παραμένει άγνωστο, ενώ στη δεύτερη (την προσυνειδητή) συμβαίνει μια σύνδεση με λεκτικές παραστάσεις. Εδώ έγινε η πρώτη απόπειρα να δοθούν στα δύο συστήματα – προσυνειδητό και ασυνείδητο- χαρακτηριστικά που να μην αναφέρονται στη σχέση με το συνειδητό. Το έρωτημα «Πώς γίνεται κάτι συνειδητό;» διατυπώνεται πιο αποτελεσματικά ως εξής: «Πώς γίνεται κάτι προσυνειδητό;» και η απάντηση θα ήταν: «Μέσω μιας σύνδεσης με τις αντίστοιχες λεκτικές παραστάσεις». Αυτές οι λεκτικές παραστάσεις είναι υπολείμματα μνήμης, ήταν κάποτε αντιλήψεις, και μπορούν, όπως όλα τα υπολείμματα της μνήμης, να γίνουν ξανά συνειδητές. Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω στην εξέταση της φύσης τους, φωτιζόμαστε σαν από μια καινούρια ανακάλυψη: συνειδητό μπορεί να γίνει μόνο αυτό που ήδη υπήρξε μια φορά συνειδητή αντίληψη, και ό,τι – εκτός από τα αισθήματα- εκ των έσω επιθυμεί να γίνει συνειδητό, θα πρέπει να επιχειρήσει να πάρει τη μορφή της εξωτερικής αντίληψης. Αυτό καθίσταται εφικτό μέσω του ίχνους της μνήμης. Σκεφτόμαστε ότι τα υπολείμματα της μνήμης ανήκουν σε συστήματα που συνδέονται άμεσα με το σύστημα Αντίληψη – Συνειδητό, έτσι ώστε τα περιεχόμενά τους να μπορούν να επεκταθούν εκ των έσω στα στοιχεία αυτού του συστήματος.
[…] Μετά από αυτή την αποσαφήνιση της σχέσης ανάμεσα στην αντίληψη του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου και του επιφανειακού συστήματος Αντίληψη – Συνειδητό, μπορούμε να επιχειρήσουμε να επεξεργαστούμε την αντίληψή μας για το Εγώ. Το βλέπουμε να ξεκινάει από το σύστημα Αντίληψη, που αποτελεί τον πυρήνα του, και μετά να εσωκλείει το προσυνειδητό, το οποίο γειτνιάζει με τα υπολείμματα μνήμης. Όμως, όπως είδαμε, το Εγώ είναι και ασυνείδητο. […] Προτείνω να λάβουμε υπ’ όψιν την άποψη του [Γκ.Γκρόντεκ) και να ονομάσουμε το πλάσμα που εκπορεύεται από το σύστημα Αντίληψη – το οποίο αρχικά είναι προσυνειδητό- Εγώ, και να ονομάσουμε τον υπόλοιπο ψυχισμό, στον οποίο επεκτείνεται και όπου συμπεριφέρεται ως ασυνείδητο- σύμφωνα με την παραίνεση του Γκρόντεκ, Αυτό.
[…] Τώρα για μας ένα άτομο είναι ένα ψυχικό Αυτό, άγνωστο και ασυνείδητο, και στην επιφάνειά του κάθεται το Εγώ, το οποίο αναπτύσσεται από το σύστημα Αντίληψη ως πυρήνας. Αν προσπαθήσουμε να το αναπαραστήσουμε γραφικά, θα προσθέσουμε ότι το Εγώ δεν περικλείει εντελώς το Αυτό αλλά μόνο στο μέτρο που το σύστημα Αντίληψη σχηματίζει την επιφάνειά του, δηλαδή περίπου όπως ο βλαστικός δίσκος κάθεται στον κρόκο του αυγού. Το Εγώ δεν είναι αυστηρά διαχωρισμένο από το Αυτό, χύνεται προς τα κάτω μαζί του. Αλλά και το απωθημένο κυλάει μαζί με το Αυτό, και είναι μόνο ένα κομμάτι του. Το απωθημένο χωρίζεται αυστηρά από το Εγώ μέσω των αντιστάσεών του, αλλά μπορεί να επικοινωνεί με το Εγώ μέσω του Αυτό. […] Το Εγώ αντιπροσωπεύει αυτό που μπορεί κανείς να ονομάσει λογική και σύνεση, σε αντίθεση με το Αυτό, το οποίο περιέχει τα πάθη.
[Το Εγώ] στη σχέση του με το Αυτό μοιάζει με τον ιππέα, ο οποίος πρέπει να κατευθύνει τη δύναμη του αλόγου, που είναι κατά πολύ ανώτερη από τη δική του. Η διαφορά είναι ότι ο ιππέας προσπαθεί με τις δικές του δυνάμεις, ενώ το Εγώ με δυνάμεις δανεικές. Αυτή η αναλογία μπορεί να προχωρήσει και λίγο παραπέρα. Όπως ο ιππέα, που αν δεν θέλει να αποχωριστεί το άλογό του συχνά αναγκάζεται να το οδηγήσει εκεί όπου εκείνο θέλει να πάει, έτσι και το Εγώ φροντίζει να τροποποιεί τις επιθυμίες του Αυτό σε πράξεις, σαν να επρόκειτο για δικές του επιθυμίες.
Πηγή: Sigmund Freud (μτφ. Παναγιωτοπούλου Δ.), Το Εγώ και το Αυτό, εκδ. Πλέθρον, 2008