Τό τρίτο χρονολογικά καί ἀσφαλῶς ὡριμώτερο ἔργο τῆς «τριλογίας τοῦ θανάτου» τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὁ «Φαίδων» –τά ἄλλα δυό εἶναι ἡ «᾽Απολογία Σωκράτους» καί ὁ «Κρίτων». ῾Η ἔκτασή του εἶναι μεγαλύτερη κι ἀπό τά δυό ἄλλα μαζί.
᾽Εγράφη μετά τό 387 π.Χ. καί ἴσως καί μετά τό 385 π.Χ., ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ Πλάτωνος στήν Αἴτνα τῆς Σικελίας (τό πρῶτο του ταξίδι ἔληξε τό 387 π.Χ) καί στούς Πυθαγορείους φιλοσόφους (μετενσάρκωση) πού γνώρισε στήν Μεγάλη ῾Ελλάδα. ᾽Ανήκει ἑπομένως στήν δευτέρα περίοδο τῆς Πλατωνικῆς δημιουργίας μαζί μέ τά ἔργα Πολιτική, Συμπόσιον, Θεαίτητος, Κρατύλος κ.ἄ. Τῆς περιόδου αὐτῆς χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ Πλάτων δέν περιορίζεται στά θέματα τῆς ἠθικῆς, ὅπως ἔκανε ὁ Σωκράτης, ἀλλά ἀναζητώντας τήν πρώτη ἀρχή τῶν ὄντων χτίζει μεθοδικά τήν θεωρία τῶν ἰδεῶν.
᾽Από μορφολογική ἄποψη ὁ Φαίδων εἶναι ἕνας ἔμμεσος διάλογος. Συγκεκριμένα ἔχουμε δυό συνομιλητές καί σέ κάποιο σημεῖο ὁ ἕνας ἀναλαμβάνει νά μεταφέρη σέ «πλάγιο λόγο» ἕνα διάλογο πού ἄκουσε ἀλλοῦ. ᾽Αραιά καί πού σχολιάζουν ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἤ κάνουν ἐρωτήσεις σέ εὐθύ λόγο. ῾Υπάρχουν καί ἄλλοι Πλατωνικοί διάλογοι μ’ αὐτή τήν μορφή. ῾Οπωσδήποτε αὐτό τό εὕρημα ἐπιτρέπει στόν συγγραφέα νά βάλη στό στόμα τοῦ Σωκράτους, διάφορες δικές του ἰδέες, φορτώνοντας τήν εὐθύνη γι’ αὐτό στήν ἀξιοπιστία τρίτου προσώπου, τοῦ Φαίδωνος, πού ἴσως τότε νά μήν ζοῦσε πιά ἤ νά εἶχε ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του, τήν ᾽Ηλεία, ὅπου ἵδρυσε φιλοσοφική σχολή. ῾Ο ἴδιος ὁ Πλάτων δηλώνει ἐμφατικά ὅτι ἦταν ἀπών ἀπό αὐτόν τόν διάλογο (Πλάτων δέ, οἶμαι, ἠσθένει. Κεφ. 2). ῾Ο διάλογος ὁ εὐθύς μεταξύ ᾽Εχεκράτους καί Φαίδωνος διεξάγεται στήν Φλιοῦντα, μία πόλη κοντά στό ῎Αργος τῆς Πελοποννήσου, ἐνῶ ὁ πλαγίως μεταδιδόμενος διάλογος μεταξύ Σωκράτους καί τῶν μαθητῶν του διεξάγεται στό δεσμωτήριο τῶν ᾽Αθηνῶν, τήν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου σοφοῦ καί μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου (ἀκολούθησε ἡ ἐκτέλεσή του).
Σκοπός τοῦ διαλόγου, ὅπως δηλώνεται ἀπό τόν Σωκράτη ἐδῶ, εἶναι ἡ παρηγοριά σέ ὅσους κατέχονται ἀπό τήν νόσο τοῦ φόβου τοῦ θανάτου («Πολύν λόγον πεποίημαι, παραμυθούμενος ἅμα μέν ὑμᾶς, ἅμα δ’ ἐμαυτόν: κεφ. 64) Τό κλῖμα τῆς συζητήσεως ἀποδίδεται μέ τά λόγια τοῦ Φαίδωνος: «Οὔτε τι τό ἐλεεινόν οὔτε ἡδονή μοι εἰσ[ήει« (δηλ. ἕνα κρᾶμα λύπης καί χαρᾶς). Αὐτό βέβαια ὀφείλεται στίς ἰδιάζουσες συνθῆκες κάτω, ἀπό τίς ὁποῖες αὐτή διεξήχθη.
Δομή καί περιεχόμενο
Τό ἔργο ἔχει ὑπότιτλο: «Περί ψυχῆς – ἠθικός». ῾Επομένως θά περιορίζαμε πολύ τό θέμα, ἄν λέγαμε ὅτι θίγει ἀποκλειστικά τό πρόβλημα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. ῾Η φροντίδα τῆς ψυχῆς, ὁ κυρίαρχος ρόλος της πάνω στό σῶμα, ἡ κάθαρση, ἡ θεωρία τῶν ἰδεῶν, ἡ πρέπουσα στάση τοῦ φιλοσόφου στήν ζωή καί μπροστά στόν θάνατο, ἡ τύχη τῆς ἀθάνατης ψυχῆς εἶναι μερικά ἀπό τά θιγόμενα θέματα μέσα στόν διάλογο. ᾽Επειδή δέ τό ἔδαφος δέν εἶναι παρθένο, ὁ Σωκράτης καί ὁ Πλάτων «ἔρχονται ἀντιμέτωποι μέ λαϊκές δοξασίες, μύθους καί παραδόσεις, καθώς καί μέ πολλούς προσωκρατικούς φιλοσόφους καί σοφιστάς».
[…] Τό Πρῶτο μέρος (κεφ. 5-13) ἀρχίζει μέ σύσταση τοῦ Σωκράτη πρός τόν φιλόσοφο Εὔηνον νά τόν ἀκολουθήση. Φυσική ἐδῶ εἶναι καί ἡ ἀφορμή νά συζητήσουν γιά τήν ἀποδημία στόν ῞Αδη. Διευκρινίζεται γιατί δέν εἶναι σωστό νά αὐτοκτονῆ κανείς, ἀλλά καί γιατί οἱ φιλόσοφοι διάκεινται εὐνοϊκά πρός τόν θάνατο. ᾽Ακόμα λέει ὁ φιλόσοφος ποιές εἶναι οἱ προσδοκίες του ἐκεῖ πού θά πάη. Τονίζεται πώς φιλοσοφεῖν=τεθνάναι, δηλαδή χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. ῞Οσο γιά τήν γνώση, οἱ αἰσθήσεις ἀπατοῦν καί μόνο ὁ λογισμός ἐγγυᾶται τήν ἀληθινή γνώση. Τό σῶμα εἶναι ἐμπόδιο στήν γνώση καί ἑπομένως μόνο διά τοῦ θανάτου ἀποκτᾶται αὐτή. Οἱ φιλοσώματοι καί φιλοχρήματοι καί φιλόδοξοι δέν μπορεῖ νά εἶναι πραγματικά ἀνδρεῖοι καί σώφρονες.
Στό Δεύτερο μέρος (κεφ. 14-34) ὁ Σωκράτης παρακαλεῖται νά στηρίξη μέ ἐπιχειρήματα τά λεγόμενά του περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. ῾Ο φιλόσοφος καταφεύγει σέ τρία ἐπιχειρήματα: α) ἐφ’ ὅσον τά ἀντίθετα ἀκολουθοῦνται ἀπό τά ἀντίθετά τους γενικά στήν φύση, εἶναι φυσικό καί ἡ ζωή νά προκύπτη ἐκ τοῦ θανάτου καί ὁ θάνατος ἀπό τήν ζωή. Γίνεται δηλαδή ἕνα εἶδος ἀνακύκλωσης (κεφ. 15- 17)· β) ᾽Επανέρχεται στήν παλιά του διδασκαλία ὅτι ἡ μάθηση εἶναι ἀνάμνηση. Π.χ. ἡ ἰδέα τῆς ἰσότητος μᾶς ἦταν γνωστή πρίν γεννηθοῦμε. ᾽Επισημαίνονται οἱ νόμοι συνειρμοῦ, πού λειτουργοῦν κατά τήν ἀνάμνηση, καί ἡ μετάβαση ἀπό τά αἰσθητά στά νοητά. ᾽Αφοῦ λοιπόν ἡ γνώση τῶν ἰδεῶν προϋπῆρχε τῆς γεννήσεώς μας, ἄρα καί ἡ ψυχή προϋπῆρχε (κεφ. 18-22)· γ) γιά νά δείξη ὅτι καί μετά θάνατον ἡ ψυχή ὑπάρχει, συνδυάζει τά δυό προηγούμενα ἐπιχειρήματα (κεφ. 23) καί ἀποκρούει τήν ἄποψη ὅτι αὐτή διασκορπίζεται σάν τόν ἄνεμο, καταφεύγοντας στήν ἔννοια τῆς φθορᾶς ὡς γνώρισμα τῶν αἰσθητῶν. ᾽Αφοῦ λοιπόν οἱ ἰδέες εἶναι ἄφθαρτες, τό ἴδιο καί ἡ ψυχή ὡς συγγενής μ’ αὐτές, καί λόγω τοῦ ἡγεμονικοῦ ρόλου της πάνω στό σῶμα (κεφ. 28). Κατόπιν δίνεται μία πρώτη ἀπάντηση στήν τύχη τῆς ψυχῆς ἀναλόγως τῆς καθαρότητός της: Οἱ φιλόσοφοι κοντά στούς θεούς, οἱ ἄλλοι σέ δοκιμασία μετενσάρκωσης (κεφ. 31). Οἱ φιλόσοφοι-φιλομαθεῖς εἶναι οἱ πραγματικά ἐλεύθεροι, γαλήνιοι καί θαρραλέοι. ῾Οπωσδήποτε καμμιά ψυχή δέν ἐξανεμίζεται καί χρέος μας ἡ φροντίδα τῆς ψυχῆς (κεφ. 34).
Τό τρίτο μέρος (κεφ. 35-63), πού εἶναι καί περισσότερο Πλατωνικό, ἀνασκευάζει κάποιες δοξασίες γιά τήν ψυχή, πού διατυπώνουν οἱ δυό συνομιλητές τοῦ Σωκράτους γίνεται καί μέ τά μή ἀντίθετα, πού ὅμως ἔχουν ἀντίθετες ἰδιότητες (π.χ. φωτιά-χιόνι). ῞Ωστε τά πράγματα παρακολουθοῦν τίς ἰδέες (κεφ. 53). ῾Η ψυχή ὡς φορέας τῆς ζωῆς δέν χάνει μετά θάνατον αὐτή τήν ἰδιότητά της. ῎Αρα ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχη καί γι’ αὐτό εἶναι ἀνώλεθρη καί ἀθάνατη (κεφ. 55). Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τόν Θεό καί τίς ἄλλες ἰδέες.
ΠΗΓΗ: Αποσπάσματα από την εισαγωγή στο έργο ΠΛATΩNOΣ ΦAIΔΩN Η’ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ, Μετάφραση – Σημειώσεις: Αθανασόπουλος Ι., επιμ: Τζαφερόπουλος Α.