«Ο Πλάτωνας διηγείται μια παραβολή, που εικονογραφεί με πολύ ωραίο τρόπο τους συλλογισμούς του. Η παραβολή αυτή είναι γνωστή με την ονομασία παραβολή της σπηλιάς. Θα σου τη διηγηθώ με δικά μου λόγια.
Φαντάσου ανθρώπους που ζουν σε μια υπόγεια σπηλιά. Έχουν τη ράχη τους γυρισμένη προς το άνοιγμα της σπηλιάς κι είναι δεμένοι χειροπόδαρα, έτσι ώστε δεν μπορούν να δουν τίποτα εκτός από το εσωτερικό τοίχωμα της σπηλιάς τους. Πίσω τους υψώνεται ένα ψηλό τείχος. Και πίσω απ’ αυτό το τείχος πηγαινοέρχονται άνθρωποι, που σηκώνουν ψηλά διάφορα σχήματα και πράγματα, ίσα ίσα πάνω από το τείχος. Χάρη στη φωτιά που καίει πίσω τους, τα πράγματα αυτά ρίχνουν στον τοίχο της σπηλιάς τρεμάμενους ίσκιους. Το μόνο που μπορούν να δουν οι φυλακισμένοι της σπηλιάς είναι, βεβαίως, μονάχα αυτό το «θέατρο σκιών». Βρίσκονται σ’ αυτή τη θέση από τη γέννησή τους κι επομένων θεωρούν ότι αυτοί οι ίσκιοι είναι το μόνο πράγμα που στ’ αλήθεια υπάρχει.
Φαντάσου τώρα ότι κάποιος απ’ αυτούς τους φυλακισμένους κατορθώνει να δραπετεύσει από τη φυλακή του. Στην αρχή, αναρωτιέται από που προέρχονται οι ίσκιοι που βλέπει μπροστά του. Στη συνέχεια, καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά του. Τι νομίζεις ότι συμβαίνει, όταν καταφέρνει να γυρίσει το κεφάλι του προς το φως; Τις πρώτες στιγμές, τυφλώνεται. Το δυνατό φως τον τυφλώνει. Ακόμα και τα πράγματα με τα καθαρά και σαφή τους περιγράμματα, ακόμα κι αυτά τον τυφλώνουν –ως τώρα δεν έβλεπε παρά ασαφείς και τρεμάμενους ίσκιους. Αν μπορούσε να σκαρφαλώσει και να περάσει πάνω από το τείχος, να προσπεράσει τη φωτιά και να βγει έξω από τη σπηλιά, τότε θα τυφλωνόταν ακόμα περισσότερο. Θα ‘τριβε όμως δυο, τρεις φορές τα μάτια του και σε λίγο θα μπορούσε να δει την ομορφιά των πάντων. Για πρώτη φορά στη ζωή του, θα ‘βλεπε χρώματα και ξεκάθαρες γραμμές. Πραγματικά ζώα και λουλούδια, των οποίων τις κακές απομιμήσεις γνώριζε στη σπηλιά. Θα ‘βλεπε τον ήλιο στον ουρανό και θα καταλάβαινε ότι αυτός δίνει ζωή στα ζώα και στα φυτά, στη φύση ολόκληρη, όπως και εκείνος στη σπηλιά του μπορούσε να βλέπει τους ίσκιους χάρη στη φωτιά και μόνο.
Ο ευτυχής δραπέτης θα μπορούσε να τρέξει έξω στη φύση και να χαρεί την πρωτόγνωρη ελευθερία του. Σκέφτεται, όμως, όλους τους άλλους βαθιά χωμένους ακόμα μέσα στη σπηλιά και γι’ αυτό γυρίζει πίσω. Φτάνει κάτω και προσπαθεί να εξηγήσει στους άλλους ότι οι ίσκιοι στο τοίχωμα της σπηλιάς δεν είναι παρά κακές απομιμήσεις των αληθινών πραγμάτων. Αλλά κανείς δεν τον πιστεύει. Δείχνουν τους ίσκιους, που τους είναι γνώριμοι, και του φωνάζουν πως αυτούς βλέπουν με τα μάτια τους, κι αυτοί είναι ο πραγματικός κόσμος. Στο τέλος, τον σκοτώνουν.
Αυτό που περιγράφει ο Πλάτωνας, με την παραβολή της σπηλιάς είναι ο δρόμος που ακολουθεί ο φιλόσοφος, από τις ασαφείς απόψεις και γνώμες στις αληθινές ιδέες πίσω από τον κόσμο των αισθήσεων. Έχει ακόμα στο μυαλό του την ανάμνηση του Σωκράτη, που οι «φυλακισμένοι της σπηλιάς» καταδίκασαν σε θάνατο, μόνο και μόνο επειδή τους έδειχνε το ψέμα μέσα στο οποίο ζούσαν και προσπαθούσε να τους ανοίξει το δρόμο για την αληθινή γνώση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η παραβολή της σπηλιάς μάς δίνει μια εικόνα του θάρρους και της παιδαγωγικής ευθύνης που βαραίνει το φιλόσοφο.
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο σκοτάδι της σπηλιάς και το φως που λούζει τη φύση, είναι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη φύση και στον κόσμο τω ιδεών. Δεν εννοεί ότι ο κόσμος μας, η φύση μέσα στην οποία ζούμε, είναι σκοτεινή και θλιβερή. Είναι, όμως, σκοτεινή και θλιβερή, αν τη συγκρίνουμε με τη διαύγεια και τη λάμψη των ιδεών. Η φωτογραφία ενός όμορφου κοριτσιού δεν είναι κάτι σκοτεινό και θλιβερό. Ίσα ίσα. Αλλά δεν είναι παρά μια φωτογραφία.»
ΠΗΓΗ: Gaardner Jostein, O Κόσμος της Σοφίας, Μυθιστόρημα για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, εκδ. Λιβάνη, 1994 (Μτφ. Αγγελίδου Μαρία), σ. 116-117