Το φθινόπωρο πέρασε και μπήκε ο χειμώνας. Περίπατοι νυχτερινοί και παγωνιά δεν πολυταιριάζουν. Πότε – πότε, όμως, η Σβέτα και ο Άλκα κάνανε καμιά βόλτα μαζί με τον πατέρα τους. Τα παιδιά βρίσκανε στον ουρανό εύκολα τη Μεγάλη Άρκτο και την Κασσιόπη. Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, όμως, τα παιδιά δεν μπόρεσαν να βρούνε τους αστερισμούς του Κύκνου, της Λύρας και του Αετού. Σαν να είχαν εξαφανιστεί από το στερέωμα.
«Μπαμπά, μήπως ξεχάσαμε πώς είναι;»στεναχωριότανε η Σβέτα.
«Όχι δεν ξεχάσατε. Δεν τους βλέπετε γιατί πολλοί αστερισμοί δεν φαίνονται. Τότε που τους βλέπαμε ήταν καλοκαίρι και τώρα έχουμε χειμώνα. Εδώ σε μας, που βρισκόμαστε στο Βόρειο Ημισφαίριο, η Μεγάλη Άρκτος, η Μικρή Άρκτος και η Κασσιόπη φαίνονται καλοκαίρι και χειμώνα. Άλλοι αστερισμοί είναι ορατοί μόνο το καλοκαίρι ή μόνο το χειμώνα, γι’ αυτό δεν μπορείτε να τους βρείτε.»
«Μπαμπά, πες μας για τους χειμερινούς αστερισμούς!», πρότεινε ο Άλκα.
«Ένας από τους πιο φωτεινούς είναι ο αστερισμός του Ωρίωνα. Μοιάζει με μεγάλο φιόγκο και βρίσκεται στο νότιο τμήμα του ουρανού. Βλέπετε εκείνη την αλυσίδα από μικρά άστρα στον αστερισμό Ωρίων. Πόσα να’ναι;»
«Τρία!» Πετάχτηκε ο Άλκα και έδειξε τ’ άστρα παραταγμένα στη σειρά, το να δίπλα στο άλλο.
«Και τώρα κοιτάξτε δίπλα στον αστερισμό του Ωρίωνα κάτι μικρά φωτεινά αστράκια μαζεμένα.»
Η Σβέτα τα βρήκε πιο γρήγορα από τον Άλκα.
«Παρατηρήστε τα προσεχτικά και πέστε μου τι βλέπετε.»
«Τίποτα!» είπαν και τα δυο παιδιά.
«Ξαναβρείτε μου τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο» είπε ο πατέρας. «Και τώρα ξανακοιτάξτε αυτά τα μικρά αστράκια.»
«Μπαμπά, μπαμπά!» φώναξε ο Άλκα. «Υπάρχει κι εκεί μια μικρή κατσαρόλα!»
«Κι εγώ τη βλέπω! Ένα τόσο δα κατσαρολάκι! Γέλασε η Σβέτα.
«Στο σπίτι θα σας διηγηθώ για δυο ακόμα αστερισμούς», υποσχέθηκε ο πατέρας.
Στο δρόμο για το σπίτι, ρώτησε ο Άλκα: «Μπαμπά, εσύ μας είπες για τον Ωρίωνα, δε μίλησες για δυο αστερισμούς.»
«Α, το πρόσεξες!» χάρηκε ο πατέρας του. «Ο Ωρίων είναι ο αστερισμός που μοιάζει με φιόγκο και έχει και τα τρία αστεράκια στη σειρά. Η κατσαρολίτσα ανήκει σε άλλον αστερισμό: του Ταύρου.»
Στο σπίτι ο μπαμπάς έβγαλε πάλι τον παλιό αστρικό του χάρτη.
«Λοιπόν κοιτάξτε…εδώ είναι ο Ωρίωνας ο κυνηγός του Ταύρου. Αυτά τα τρία άστρα είναι τα πετράδια της ζώνης του κυνηγού. Δίπλα του βρίσκεται ο αστερισμός του Ταύρου.»
Το επόμενο Σαββατόβραδο είχε ξαστεριά και τα παιδιά ψάχνανε να βρούνε στον ουρανό τον Ωρίωνα. Είδαν καθαρά τη ζώνη του κι ύστερα τη μικρή κατσαρόλα στον αστερισμό του Ταύρου. Ο πατέρας είπε πως τ’ άστρα αυτά οι αστρονόμοι τα λένε Πλειάδες και ο λαός Πούλια. Κοντά τους βρίσκεται κι ένα μικρό φωτεινό κοκκινωπό άστρο με την παράξενη ονομασία Αλδεβαράν – που σημαίνει τελευταίος- και παριστάνει το κατακόκκινο από θυμό μάτι του εξαγριωμένου Ταύρου.
Πηγή: Λεβιτάν Ε. (Μτφ. Ιωάννου Χ.), Αστρονομία για Παιδιά, 1981