Ο αριστοτελικός ορισμός της “ψυχής”


[…] Σύμφωνα  με τον αριστοτελικό ορισμό, ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής, και επίσης, έχει μέσα του  την αρχή της κίνησης και της στάσης.

 

Εντελέχεια είναι η μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας. Η ψυχή, δηλαδή, είναι μια υπόσταση με την έννοια της μορφής. Η χαρακτηριστική αριστοτελική διατύπωση, είναι πως η ψυχή είναι αυτό που ένα συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι. Είναι η αιτία και η αρχή του ζωντανού σώματος, η πηγή και ο σκοπός της κίνησής του. Είναι η αιτία ως η μορφή του έμψυχου σώματος.

 

Στα ζωντανά όντα ό,τι συνιστά την ύπαρξή τους είναι η ζωή, και, για τη ζωή τους, αιτία και αρχή είναι η ψυχή, η οποία, τελικά, ταυτίζεται με την ίδια τη φυσική, οργανική ζωή ̇  μια ζωή που συλλαμβάνεται ως ένα σύνολο ικανοτήτων ή λειτουργιών, που εκτελούνται διαμέσου σωματικών οργάνων. Τις ικανότητες της ψυχής, άλλα όντα τις έχουν όλες, άλλα κάποιες από αυτές, ενώ μερικά, όπως τα φυτά, μία και μόνη. Στις ικανότητες αυτές περιλαμβάνονται η θρεπτική, η ικανότητα της επιθυμίας, της αίσθησης, της κίνησης στο χώρο, η διανοητική ικανότητα.

 

Η ικανότητα της νόησης, που προκαλεί υπόνοιες για την πιθανή ανεξαρτησία της από το σώμα δεν αποτελεί εξαίρεση, ανάμεσα στις υπόλοιπες ικανότητες της ψυχής, καθώς φαίνεται πως απορροφάται στην παράσταση ή τουλάχιστον δεν υφίσταται χωρίς την παράσταση.  Όπως τονίζει ο Αριστοτέλης, αν η νόηση είναι «φαντασία τις ή μη άνευ φαντασίας», δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα (403 α 8-10). Γιατί η παράσταση είναι μια «κίνηση», που προέρχεται από την αισθητηριακή αντίληψη (429α 1-2, 427β 15-16). Αυτή η υπόθεση, ακριβώς, φαίνεται πως είναι εκείνη που υιοθετεί ο Αριστοτέλης: «ουδέποτε νοεί άνευ φαντάσματος η ψυχή», (431α 17-18, 432α 12-14). Η εξάρτηση, βέβαια, δεν αποκλείει βαθιές διαφορές ανάμεσα στη νόηση και στην αίσθηση. Η λειτουργία της πρώτης δεν προϋποθέτει, όπως εκείνη της αίσθησης, την εξωτερική παρουσία ενός αντικειμένου, (417β 22-28). Το ίδιο ισχύει  και για την αναπαράσταση (427β 17-20) και τα συναισθήματα (403α 22-25).

 

Η διάνοια, όμως, δεν εξαρτάται από κάποιο μέρος ή όργανο του σώματος (411β 18-19). Προκειμένου να λειτουργήσει πρέπει να είναι ελεύθερη από κάθε σωματικό ή υλικό δεσμό ̇ αντίθετα με τις επιμέρους αισθήσεις, οι οποίες στηρίζονται σε κάποιο αισθητήριο όργανο, προσαρμοσμένο στο κατάλληλο αισθητό. Όσο για τη φθορά της νόησης και της ερευνητικότητας, οφείλεται στη φθορά άλλων οργάνων μες στο σώμα. Η σκέψη, όμως, ή, για παράδειγμα, η αγάπη και το μίσος δεν είναι πάθη του νου, αλλά του υποκειμένου που τον κατέχει, στο βαθμό που τον κατέχει. Γι’ αυτό, όταν χαθεί το υποκείμενο, ο νους ούτε θυμάται ούτε αγαπά. Από μιαν άποψη, λοιπόν, ο νους καθεαυτόν είναι απαθής (408β 25-32).

 

Ακριβέστερα, τώρα, ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει δύο νόες: υπάρχει ο νους που μοιάζει με την ύλη, και γίνονται όλα τα νοητά, και ένας άλλος που λειτουργεί ως αιτία. Ο παραγωγός νους είναι ανεξάρτητος από το σώμα, απαθής και αμιγής ̇ ουσία του είναι η ενέργεια. Χωρίς τον ενεργητικό νου τίποτα δεν μπορεί να σκεφτεί. Ο ενεργητικός νους, δηλαδή, προηγείται από τον παθητικό νου. Ο πρώτος σκέφτεται πάντα, ενώ ο δεύτερος όχι. Όταν χωρισθεί από το σώμα, ο ενεργητικός νους είναι μόνο αυτό που είναι. Απ’ όλα όσα περιέχει η ανθρώπινη φύση, το μόνο αιώνιο και αθάνατο είναι η ουσιαστική φύση του ενεργητικού νου. Μετά το θάνατο δεν διατηρούμε καμία ανάμνηση της ζωής που πέρασε, επειδή ο ενεργητικός νους είναι απαθής. Ο τελευταίος δεν διατηρεί καμία εντύπωση από το χρόνο ή τις περιστάσεις της ζωής, ενώ ο παθητικός νους, ο οποίος εκείνος είναι ευπαθής, και μπορεί να γίνει όλα τα νοητά, υφίσταται την επίδραση των περιστάσεων, και συνεπώς χάνεται με το θάνατο του σώματος. […]

 

ΠΗΓΗ: Χριστουδούλου Ι.Σ., Εισαγωγή εις: Αριστοτέλη, Περί Ψυχής, εκδ. Ζήτρος, 2009