Ηθική της Αρετής


Για τα τελευταία 400 χρόνια οι ηθικοί φιλόσοφοι είχαν την τάση να εστιάζουν πρωταρχικά στις πράξεις όχι στους πράττοντες – στο τι είδους πράγματα πρέπει να κάνουμε και όχι στο τι είδους άνθρωποι πρέπει να είμαστε. Το βασικό έργο του φιλοσόφου είναι πλέον να ανακαλύψει και να εξηγήσει τις αρχές στις οποίες βασίζεται αυτή η ηθική υποχρέωση και να διατυπώσει κανόνες που μας καθοδηγούν ώστε να φερόμαστε σύμφωνα με αυτές τις αρχές.

 

Πολλές διαφορετικές προτάσεις έχουν γίνει σχετικά με τη φύση των ίδιων των υποκειμένων αρχών από την κεντρική ηθική του Kant μέχρι τον συνεπειοκρατικό ωφελιμισμό των Μπένθαμ και Μιλ. Παρ᾽όλα αυτά,  στην ρίζα τους υπάρχει μία κοινή παραδοχή. Το βασικό ζήτημα είναι μία αιτιολόγηση των πράξεων και όχι ο χαρακτήρας του πράττοντος,  ο  οποίος γινόταν αντιληπτός ως δευτερεύων ή  υποβοηθητικός.  Όμως η Αρετή δεν υπηρετούσε πάντα το καθήκον ή κάποιο άλλο καλό πέρα από τον εαυτό της.

 

Μέχρι την αναγέννηση και τα πρώτα σκιρτήματα της επιστημονικής επανάστασης, την κυρίαρχη και σημαντικότερη επιρροή στη φιλοσοφία και την επιστήμη ασκούσαν οι μεγάλοι στοχαστές της κλασικής Ελλάδας,  ο Πλάτων και κυρίως ο μαθητής του Αριστοτέλης. Για αυτούς, το βασικό πρόβλημα ήταν η φύσει καλλιέργεια του ήθους· η βασική ερώτηση δεν ήταν << τι είναι σωστό να κάνει κάποιος; (στην τάδε περίπτωση)>>  αλλά << ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζεις;>>  Με δεδομένο αυτό το πολύ διαφορετικό σύνολο προτεραιοτήτων, το κεντρικό μέλημα ήταν η φύση της αρετής ή της συνθήκης τελείωσης. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη επισκιάστηκε για αρκετούς αιώνες από την εποχή του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα όταν η προσοχή στράφηκε στους κανόνες και τις αρχές ηθικής συμπεριφοράς.

 

Από τα μέσα του 20ου αιώνα,  ωστόσο,  κάποιοι στοχαστές άρχισαν να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με την κυρίαρχη τάση στην ηθική φιλοσοφία και να αναβιώνουν το ενδιαφέρον της μελέτης του ήθους και των αρετών. Αυτό το  πρόσφατο  κίνημα στην ηθική θεωρία, εμπνευσμένο κυρίως από την ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, έχει πορευθεί υπό το λάβαρο της <<ηθικής της αρετής>>.

 

Αρχαίοι Έλληνες περί Αρετής

 

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη,  αλλά και με άλλους Αρχαίους Έλληνες στοχαστές, το να είσαι καλός άνθρωπος και να γνωρίζεις τι είναι σωστό και τι λάθος δεν είναι πρωταρχικά ζήτημα κατανόησης και εφαρμογής συγκεκριμένων ηθικών κανόνων και αρχών. Αντιθέτως,  το ζήτημα είναι να είσαι ή να γίνεις εκείνο το είδος ατόμου που, μέσω της ορθής πρακτικής και εκπαίδευσης, θα συμπεριφέρεται  με Σοφία << από συνήθεια>>.  Με τον κατάλληλο τρόπο στην κατάλληλη περίσταση. Με δυο λόγια, το να κατέχεις το είδος του χαρακτήρα και τις σωστές προδιαθέσεις, φυσικές ή επίκτητες, οδηγεί στο σωστό είδος συμπεριφοράς. Οι συγκεκριμένες  προδιαθέσεις είναι οι αρετές. Αυτές αποτελούν έκφραση ή εκδηλώσεις της ευδαιμονίας, την οποία οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν για τον άνθρωπο τον απώτατο σκοπό της ανθρώπινης δραστηριότητας.

 

Ως έννοια,  η ευδαιμονία είναι ευρύτερη και πιο δυναμική από εκείνη της ευτυχίας και περιγράφεται καλύτερα από την ιδέα της ευημερίας ή της απόλαυσης μιας καλής (επιτυχημένης, καλότυχης) ζωής. Οι Έλληνες συχνά κάνουν λόγο για τέσσερις βασικές αρετές -Ανδρεία, δικαιοσύνη, σύνεση( αυτοσυγκράτηση) και σωφροσύνη (πρακτική σοφία). Ωστόσο, ένα κεντρικό δόγμα, τόσο στον Πλάτωνα  όσο και στον Αριστοτέλη, είναι η αποκαλούμενη << ενότητα των  αρετών>>.  Στηριγμένοι  εν μέρει στην παρατήρηση ότι ένας αγαθός άνθρωπος πρέπει να μπορεί να διακρίνει και να αντιδρά με ευαισθησία στα συχνά αντικρουόμενα αιτήματα των διαφορετικών αρετών, συμπεραίνουν ότι οι αρετές είναι σαν  διαφορετικές όψεις ενός  πετραδιού. Ώστε να είναι πρακτικά αδύνατο να κατέχει κάνεις μία αρετή χωρίς να τις  κατέχει όλες. Στον Αριστοτέλη, η κατοχή και καλλιέργεια των διαφόρων αρετών σημαίνει ότι αγαθός άνθρωπος διαθέτει μία υπερκείμενη Αρετή που συνήθως αποκαλείται μεγαλοψυχία. Ο αριστοτελικός μεγαλόψυχος αποτελεί το Αρχέτυπο της καλοσύνης και της αρετής:  άνθρωπος διακεκριμένης κοινωνικής θέσης που είναι άξιος πολλών σπουδαίων αγαθών, που του αρέσει να ευεργετεί, αλλά όχι να ευεργετείται, που είναι υψηλόφρων και όχι μικρόψυχος.

 

H ιεραρχία που υποδηλώνεται στην έννοια της ενότητας των αρετών ήταν που οδήγησε τον Πλάτωνα στο ισχυρό συμπέρασμα ότι διαφορετικές αρετές είναι στην πραγματικότητα ένα και το αυτό, και ότι κατά συνέπεια οι επιμέρους υπάγονται σε μία μοναδική Αρετή – τη Γνώση.

 

Η ιδέα ότι η αρετή είναι ταυτόσημη με τη γνώση οδήγησε τον Πλάτωνα στο να αρνηθεί την πιθανότητα ακρασίας, δηλαδή την αδυναμία της βούλησης:  για εκείνον, ήταν αδύνατο <<να γνωρίζεις το καλό και να  πράττεις κακό>>. Το να συμπεριφέρεται κάνεις με αφροσύνη για παράδειγμα, δεν είναι ζήτημα αδυναμίας αλλά άγνοιας. Η ιδέα ότι  μπορούμε να κάνουμε συνειδητά λάθος, που προφανώς  αντιτίθεται στην εμπειρία,  βρήκε αντίθετο τον Αριστοτέλη,  ο οποίος φρόντιζε πάντα να μην αποκλίνει από τις κοινές πεποιθήσεις(<< ένδοξα>>).  Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη,  η ενάρετη συμπεριφορά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του ορθού λόγου, ή της λογικής επιλογής.  Ο Αριστοτέλης επεξεργάστηκε αυτή την ιδέα δημιουργώντας το σημαντικό δρόμο του χρυσού μέσου όρου.

 

 

Πηγή: Ben Dupré