Η ανθρωπολογία του Πλάτωνος και θεωρία του περί ψυχής
Τρεις είναι οι σφαίρες, όπου κινείται ο φιλοσοφικός στοχασμός του Πλάτωνος: α) ο αισθητός κόσμος, β) ο κόσμος των ιδεών και γ) ο υπερβατικός χώρος της ιδέας του αγαθού ή του θεού. Και στους τρεις αυτούς κόσμους απλώνεται μια άλλη κεντρική έννοια της πλατωνικής φιλοσοφίας, η έννοια της ψυχής. Η πλατωνική έννοια περί ανθρώπου, η ανθρωπολογία του φιλοσόφου, δεν νοείται χωρίς τον αγώνα που διεξάγεται στους διαλόγους για την αξία της ψυχής και χωρίς τη μέριμνα για την παιδεία της και τη μεταφυσική της τύχη και σωτηρία.
Η έννοια της ψυχής ταυτίζεται με την έννοια της προσωπικότητας του ανθρώπου. Έχει μεταφυσικη ρίζα, και τούτο σημαίνει ότι η ψυχή ως προσωπική μονάδα είναι αιώνια. Η κατανόηση της ουσίας της ψυχής συμπίπτει με την ερμηνεία των δυνάμεων που τη συνιστούν και γενικώς με την ερμηνεία της όλης πνευματικής ζωής. Επειδή όμως η ψυχή και η ιδέα ανταποκρίνονται η μία στην άλλη, η ερμηνεία της ψυχής είναι αδύνατον να γίνει χωρίς τη συνεχή αναφορά στον κόσμο των ιδεών. Ο ηθικός αγώνας του ανθρώπου μέσα στην πολιτεία, όπως και ο μόχθος του για την απόκτηση της επιστημονικής γνώσεως, είναι κεφάλαια της ψυχικής ζωής και αυτά είναι δυνατόν να κατανοηθούν μόνο εφόσον αποκτήσουμε σαφή γνώση για την ουσία της ψυχής και για τους τρόπους με τους οποίους η ψυχή εκφράζεται και δρα.
Ο Πλάτων όμως εκτός από την ατομική ψυχή, η οποία είναι το αιώνιο στοιχείο του ανθρώπου, παραδέχεται και μία ψυχή του κόσμου, μία ψυχή του σύμπαντος, η οποία είναι στοιχείο καταστατικό της δομής του κόσμου. Η έννοια αυτή της δομής του σύμπαντος είναι γνήσια ελληνική και κατάγεται από την προσωκρατική φιλοσοφία, ενώ η έννοια της ατομικής ψυχής έρχεται από την ορφική και πυθαγόρεια διδασκαλία. Όμως στον Πλάτωνα η θρησκευτική αυτή ιδέα περί ατομικής ψυχής μεταβάλλεται σε φιλοσοφική και θεμελιώνεται και διαφωτίζεται με κριτήρια λογικά. Η ψυχή γίνεται τώρα στον Πλάτωνα το κέντρο της γνώσεως και της αυτοσυνειδησίας.
Η αθανασία της ψυχής
Ήδη στην «Απολογία» και στον «Κρίτωνα» πολύ περισσότερο όμως στον «Γοργία» γίνεται λόγος για την αθανασία της ψυχής. Ο μύθος στο τέλος του διαλόγου έχει ως θέμα την αθανασία της ψυχής. Εδώ ο Πλάτων εκφράζει μυθικά την πεποίθησή του ότι χωρίς την αιωνιότητα της ψυχής ο κόσμος των ηθικών αξιών, για τον οποίο μάχεται η ψυχή κατά τη γήινη παρουσία της, δεν μπορεί να σταθεί. Επίσης και στον «Μένωνα», εισάγεται η υπόθεση της προϋπάρξεως της ψυχής πριν από τη ζωή της μέσα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, και συνδέεται μ’ αυτήν η ανάμνηση. Στον «Φαίδωνα», τέλος, τίθεται το πρόβλημα της αθανασίας της ψυχής με τρόπο κατηγορηματικό και αναπτύσσονται ορισμένες αποδείξεις.
Η πρώτη απόδειξη στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι το Γίγνεσθαι συνίσταται από αντιθέσεις και ότι η μία αντίθεση προκύπτει από την άλλη. Έχουμε εδώ την κυκλική διαλεκτική του Ηρακλείτου. Το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο και το μικρότερο από το μεγαλύτερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και τανάπαλιν. Ζωή και θάνατος είναι αντίθετα. Από τη ζωή καταλήγουμε στο θάνατο. Ό,τι ζει, πεθαίνει. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε και ότι από το νεκρό γεννιέται ό,τι έχει ζωή. Πρέπει να υπάρχει μία επιστροφή από το ένα στο άλλο. Ο Πλάτων για να ενισχύσει αυτή την απόδειξη την συνδέει με τη διδασκαλία που εισήγαγε στον «Μένωνα», ότι η γνώση είναι ανάμνηση. Επειδή δηλαδή η ιδέα δεν καταλαμβάνεται από την εμπειρία, πρέπει να υποθέσουμε ότι η γνωριμία της έγινε από την ψυχή, προτού αυτή ενσωματωθεί. Από αυτό όμως προκύπτει ότι η ψυχή ως υπόσταση είναι κάτι πέρα από το χρόνο, είναι αιώνια πνευματική μονάδα.
Η δεύτερη απόδειξη της αθανασίας της ψυχής στηρίζεται στον παραλληλισμό από το ένα μέρος της ιδέας και ψυχής και από το άλλος μέρος κατ’ ιδίαν πράγματος και σώματος. Υπάρχουν δύο ειδών αντικείμενα: πρώτον οι Ιδέες, που είναι αόρατες, αμετάβλητες και αιώνιες, και δεύτερον τα κατ’ ιδίαν αισθητά πράγματα, τα οποία συνίστανται από μικρότερα μέρη και υπόκεινται στη φθορά. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: με ποια από τα δύο αυτά είναι η ψυχή περισσότερο συγγενική; Και η απάντηση είναι ότι η ψυχή συγγενεύει πιο πολύ με τις Ιδέες. Ιδέες και ψυχή ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο. Η θέα των Ιδεών είναι μάλιστα πληρέστερη, όσο περισσότερο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις. Άρα η ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα συγγενεύει με το γήινο, ορατό και φθαρτό. Συνάμα η ψυχή είναι φύσει προορισμένη να άρχει, ενώ το σώμα είναι προορισμένο να υπακούει και να υπηρετεί.
Εκτός από αυτές τις δύο αποδείξεις ο Πλάτων προσθέτει και δυο ακόμη. Τη μία την αναπτύσσει στην «Πολιτεία» και την άλλη στον «Φαίδρο». Η απόδειξη της «Πολιτείας» ξεκινάει από μια βασική σκέψη της ιατρικής, ότι δηλαδή για κάθε πράγμα υπάρχει το οικείο σ’ αυτό καλό και κακό και ότι το οικείο κακό σε κάθε πράγμα το βλάπτει και τελικά το καταστρέφει. Έτσι η ασθένεια βλάπτει και καταστρέφει το σώμα, η σήψη καταστρέφει το ξύλο και η οξείδωση το σίδερο. Σ’ αυτή τη σκέψη της ιατρικής, η οποία αποδεικνύεται από τα πράγματα, αντιθέτει ο Πλάτων τη σκέψη, ότι όταν ένα πράγμα δεν καταστρέφεται από το οικείο κακό, είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί ούτε από τίποτε άλλο. Τα κακά της ψυχής είναι η αδικία, η ακολασία, η δειλία, η άγνοια και άλλα. Με αυτά όμως η ψυχή, αν και βλάπτεται δεν εξαφανίζεται. Ούτε με τίποτε άλλο είναι δυνατόν να εξαφανισθεί. Συνεπώς η ψυχή είναι αθάνατη. Η απόδειξη του «Φαίδου» ξεκινάει από τη θέση, ότι η ουσία της ψυχής έγκειται στην αυτοκινησία. Αντίθετα, το άψυχο δέχεται την κίνησή του από έξω. Την έννοια της αυτοκινησίας, ο Πλάτων τη συνδέει και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο, με την έννοια του αγεννήτου και του αφθάρτου. Σε καθετί που κινείται από ένα άλλο, όταν σταματήσει η κίνηση, σταματάει και η ζωή, και τούτο συμβαίνει στο σώμα. Εκείνο όμως που κινείται μόνο του και δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του, αυτό είναι η πηγή και η αρχή της κινήσεως. Και η αρχή αυτή είναι αγέννητη, γιατί από αυτήν γίνονται όλα. Με το αγέννητο όμως συνδέεται και το άφθαρτο. Η ψυχή συνεπώς ως αυτοκινησία και ζωή είναι αγέννητη και άφθαρτη.
Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής: Λογιστικόν, θυμοειδές, επιθυμητικόν
Την έννοια της ψυχής ο Πλάτων την διαιρεί σε ορισμένα μέρη ή μάλλον σε ορισμένες λειτουργίες. Η διαίρεση αυτή γίνεται για πρώτη φορά στην «Πολιτεία», όπου η ψυχή τριχοτομείται. Τα τρία στοιχεία ή οι τρεις λειτουργίες που την αποτελούν είναι το λογιστικό, το βουλητικό (θυμοειδές) και το επιθυμητικόν. Το λογιστικόν είναι εκείνο που σκέπτεται και έχει τη γνώση, τόσο τη θεωρητική όσο και την ηθική – πρακτική. Το λογιστικό είναι το αξιότερο μέρος της ψυχής, είναι το κέντρο της πνευματικής και ηθικής προσωπικότητας, η κατ’ εξοχήν ουσία του ανθρώπου. Το θυμοειδές είναι το μέρος εκείνο της ψυχής που έχει να κάνει με τη δύναμη, την τιμή και τη δόξα, υποστηρίζει το δίκαιο και αποκρούει το άδικο. Κατ’ ουσίαν το θυμοειδές είναι συναισθηματική και επιθυμητική ικανότης. Το θυμοειδές, αν και είναι άλογο, όμως είναι πλησιέστερα προς τον λόγο, τη λογική, από το επιθυμητικό. Γι’ αυτό και έχει ως έργο να υποστηρίζει τη νόηση στον αγώνα που αυτή ανοίγει κατά της επιθυμίας. Τέλος το επιθυμητικό είναι η έδρα των κατωτέρων ορμών και επιθυμιών. Εδώ ανήκει η επιθυμία προς αυτοσυντήρηση, η επιθυμία προς διαιώνιση του είδους, καθώς επίσης η τάση προς τον πλούτο, προς το φαγητό και το πιοτό.
Οι τρεις αυτές δυνάμεις της ψυχής, αν και έχουν κάποια αυτοτέλεια και τείνουν να αποδεσμευθούν η μία από την άλλη, πρέπει να καταλήξουν σε αρμονία μεταξύ τους. Τότε ο άνθρωπος ηρεμεί. Από τις τρεις αυτές δυνάμεις, ή από τα τρία αυτά μέρη ή είδη της ψυχής, μόνο το λογιστικόν, ο νους είναι το θεϊκό και αθάνατο. Τα άλλα δύο είναι θνητά και υπάρχουν μόνο κατά τη γήινη ύπαρξη της ψυχής. Η τριχοτόμηση αυτή της ψυχής στον “Φαίδρο”εκτίθεται με τη μορφή του μύθου. Η ψυχή παρομοιάζεται με άρμα που το σύρουν δύο άλογα και το διευθύνει ένας ηνίοχος. Το δύο άλογα είναι το θυμοειδές και το επιθυμητικόν , ο ηνίοχος είναι το λογιστικόν, ο νους. Επίσης στον “Τίμαιο” και στον “Πολιτικό” τονίζεται η τριχοτόμηση της ψυχής. Όμως η διάκριση, η οποία επικρατεί εδώ, είναι ο χωρισμός μεταξύ του αθάνατου και του θνητού μέρους. Το αθάνατο είναι ο νους. Αυτός είναι έργο του δημιουργού, ενώ το σώμα και τα κατώτερα μέρη της ψυχής είναι έργα των κατωτέρων θεών. Στον “Τίμαιο” τα μέρη της ψυχής εντοπίζονται σε ορισμένα μέρη του σώματος και τούτο γίνεται, λέγει ο Πλάτων, “για να μην μολυνθεί το θεϊκό μέρος περισσότερο από ό,τι είναι αναπόφευκτο”. Έτσι το θυμοειδές έχει την έδρα του στο στήθος, στην καρδιά και χωρίζεται με τη χώρα του αυχένος από το κεφάλι, όπου έχει την έδρα του ο νους, ενώ το άγριο μέρος της ψυχής, το επιθυμητικό έχει την έδρα του στο ήπαρ. Η τριχοτόμηση της ψυχής υπάρχει και στους διαλόγους που χρονικά έρχονται μετά τον “Τίμαιο”, όπως και στο τελευταίο έργο του πλατωνικού καλάμου, στους “Νόμους”.
Η αθανασία της ψυχής συνδυάζεται από τον Πλάτωνα με τη διδασκαλία για τη μετενσωμάτωση της ψυχής, την οποία ασφαλώς παρέλαβε από τους Πυθαγορείους. Η ψυχή κατά τον “Τίμαιο”, είναι δημιούργημα του Δημιουργού. Σύμφωνα με ένα φυσικό νόμο, η ψυχή ενώνεται με το σώμα. Στον “Φαίδρο” όμως η ένωσή της με το σώμα αποδίδεται από τον Πλάτωνα σε κάποιο αμάρτημα. Αν τώρα η ψυχή κατορθώσει και περιορίσει το επιθυμητικό της και συνάμα διατηρήσει καθαρό το θεϊκό της στοιχείο, τότε με τον θάνατο τους σώματος επιστρέφει στη μακαριότητα. Αν πάλι δελεασθεί από τις ηδονές του σώματος, τότε κατά τον κύκλο των γεννήσεών της προσλαμβάνει και μορφές ζώων. Πάντως μόνο με την ηθική και πνευματική βελτίωση είναι δυνατόν η ψυχή να ξαναβρεί το δρόμο της προς τα πάνω και εκείνο που της εξασφαλίζει την επιστροφή στην κοινωνία των θεών είναι η απασχόλησή της με τη φιλοσοφία. Εκτός όμως από τη μεταφυσική αυτή της ψυχής, μέσα στους διαλόγους του Πλάτωνος βρίσκουμε παρατηρήσεις για ψυχικές καταστάσεις και διαδικασίες, οι οποίες είναι ενδεικτικές για τον τρόπο με τον οποίο ο Πλάτων σκέπτεται για την ψυχή, και οι οποίες έχουν μεγάλη σημασία για την ιστορία της Ψυχολογίας. Έτσι μεγάλη σημασία έχει η διαπίστωση του Πλάτωνος ότι δεν είναι οι αισθήσεις, αλλά η ψυχή που αισθάνεται μέσω των αισθήσεων. Το αίσθημα δηλαδή είναι για τον Πλάτωνα ένα πνευματικό γεγονός (Θεαίτητος). Επίσης αξιόλογες είναι οι παρατηρήσεις του Πλάτωνος περί μνήμης, περί συναισθήματος και της σχέσεώς του με το επιθυμητικό καθώς και με το λογιστικό μέρος της ψυχής, και τέλος η ανάλυση της βουλήσεως. Οι ψυχολογικές αυτές αναλύσεις γίνονται πάντοτε με αναφορά στην Ηθική. Στον “Φαίδρο” μάλιστα ο Πλάτων ζητεί ακόμη και για τη Ρητορική μια ψυχολογική θεμελίωση και παιδεία. Η Ρητορική πρέπει να γνωρίζει την ουσία της ψυχής, καθώς και τους διαφόρους τύπους της ψυχής, για να ρυθμίσει κατάλληλα το λόγο της.
ΠΗΓΗ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαία Ελλάδα, Η κλασική περίοδος, Μέρος Ε΄, Τομ.9, σ.83 επ.