Ο μύθος δεν υπάρχει μόνο για να ερμηνεύονται διαμέσου αυτού κοινωνικά και ψυχολογικά φαινόμενα. Αποτελεί ο ίδιος μιαν αξία αυτή καθαυτήν. Δεν ενδιαφέρει τόσο ως τεκμήριο όσο ως ουσία. Αποτελεί μια βασική στάση της ανθρώπινης συνείδησης η οποία τον γεννά για την πλήρωση και την ολοκλήρωσή της.
Όχι μόνο για τον πρωτόγονο άνθρωπο, όπου ο μύθος καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο τον ορίζοντα, αλλά και μέσα στον πιο εξελιγμένο άνθρωπο, πέρα από το χώρο που κάθε φορά καταλαμβάνει ο συστηματικός επιστημονικός λόγος, εκτείνεται πάντα ο χώρος του μύθου. Αυτό αποτελεί αίτημα της συνείδησής του, αν δεν αυθαιρετήσει απέναντι του εαυτού του και περιχαρακωθεί παρά φύσιν, στην περιοχή της διάνοιας, του συστηματικού επιστημονικού λόγου. Ασφαλώς είναι και αυτή η περιχαράκωση μια δυνατότητα, μια στάση ζωής, που αγνοεί όμως τόσο την αισθητική όσο και τη θρησκευτική νόηση και γενικά καθετί που δεν είναι επιστημονική σκέψη.
Όταν η συνείδηση μυθολογεί, είτε συνθέτοντας το μύθο είτε νοώντας τον συντεθειμένο μύθο, δεν οδεύει με τις μεθόδους που προσιδιάζουν στην επιστημονική γνώση, σ’ εκείνες που διέπουν την επιστημονική αλήθεια και έτσι συνθέτουν σε σύστημα νόμων τη φύση. Ούτε ακολουθεί τις μεθόδους με τις οποίες διαγιγνώσκεται το ιστορικό γίγνεσθαι, αναζητώντας την αλήθεια, που μόνο με τις κατηγορίες της διάνοιας βρίσκεται, και εκεί ακόμη όπου αντικείμενο είναι η σχετικά ελεύθερη πράξη του ανθρώπου.
Ο μύθος, ενώ δεν είναι ένας κόσμος τον οποίο συνθέτουν αποκλειστικά οι μορφές της αντίληψης, ο χώρος και ο χρόνος και οι κατηγορίες της διάνοιας, δεν είναι ούτε αποκλειστικά γέννημα άλογων στοιχείων, γιατί τότε δεν θα ήταν καν προσιτός στη συνείδηση. Χρειάζεται και χρόνο και χώρο και αιτιότητα, αλλά δεν χρειάζεται τη μαθηματική τους σύλληψη, όπως τη θέλει η επιστήμη. Χρειάζεται αιτιότητα, αλλά όχι τον αυστηρό δεσμό αιτίου και αιτιατού των φαινομένων. Δεν υπάρχει στο μύθο αναγκαιότητα μεταξύ αιτίου και αιτιατού. Αρκεί μια απλή τάξη χρονική χωρίς αιτιοκρατική αναγκαιότητα.
Και όμως, η μυθολογούσα συνείδηση στρέφεται και αυτή προς ένα γίγνεσθαι, προς δράστες και δρώμενα, που δεν συνδέονται όμως πάντα κατά τους νόμους της διάνοιας, αλλά εκτρέπονται από αυτούς με φανταστικές συνθέσεις και συνδέσεις. Η μυθολογούσα συνείδηση κατασκευάζει έναν κόσμο που άλλοτε συμμορφώνεται με το νόμο της αιτιότητας και άλλοτε όχι, έναν κόσμο εν μέρει λογικό και εν μέρει άλογο.
Ποικίλα είναι τα ψυχολογικά αίτια που ωθούν προς αυτή την εκτροπή από το λόγο, δηλαδή προς τη μυθοπλασία. Το πρώτο είναι πως η μυθολογούσα συνείδηση – πρεσβύτερη από τη συνείδηση που λειτουργεί κατά λόγον- υπήρξε κυρίαρχη, πριν εκτοπισθεί εν μέρει από τη διάνοια, από την επιστήμη, εκπηγάζοντας και από άλογες δυνάμεις, από το δέος του αγνώστου, του ακατάβλητου, του αναπότρεπτου, από τον πόθο να δει πραγματοποιούμενα στη φαντασία όσα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στη φύση. Από τον πόθο να δει την περιορισμένη στην πραγματικότητα δύναμη να προεκτείνεται ως την παντοδυναμία. Από τον πόθο να δει να ξεπερνιέται ο θάνατος από αθάνατα όντα. Γενικά, θέλει να δει να γίνονται αυτά που επιθυμεί! Τα κατά λόγον ανέφικτα να μεταβάλλονται μέσα σ’έναν φανταστικό κόσμο σε εφικτά.
Επομένως, ο μύθος έχει ως πρώτη πηγή τις αναγκαίες αντιδράσεις της συνείδησης μπροστά στο άγνωστο, το οποίο θέλει να εννοήσει και μέσα στο οποίο θέλει να ενεργήσει, αφού αλλιώς δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η ύπαρξή της . Έτσι, η συνείδηση κατασκευάζει έναν κόσμο δικό της, συνθέτοντας άλογα και έλλογα στοιχεία, κατά παρέκκλιση των φυσικών νόμων, που πριν γεννηθεί η έλλογη γνώση της ήταν, στη συστηματική τους συγκρότηση, άγνωστοι, και τους οποίους παραμερίζει, ακόμα και όταν γεννήθηκε η γνώση, κάθε φορά που επιθυμεί να πάει πέρα από το επιστητό.
Ο κόσμος τον οποίο δημιουργεί η μυθολογούσα συνείδηση, ανάλογα με τη διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου, άλλοτε περιορίζεται, όπως στον 4ο π.Χ αιώνα, και άλλοτε διευρύνεται ξανά, όπως στους ελληνιστικούς χρόνους.
Πάντως, ίσαμε τώρα τουλάχιστον, δεν εκτοπίσθηκε ποτέ ολότελα. Αλλάζει περιεχόμενο, αλλά δεν εξαφανίζεται. Πάντοτε διατηρείται μια περιοχή, όπου κυριαρχούν οι άλογες δυνάμεις της ψυχής, που δανείζονται, περιστασιακά, βασικά στοιχεία από λογικές δυνάμεις, όπως μορφές της αντίληψης, το χρόνο, το χώρο, την κατηγορία της αιτιότητας και άλλες.
Η υποκατάσταση της μυθολογούσας συνείδησης από τη λογική είναι επομένως πάντοτε μερική, γιατί, πλάι στη λογική, μια περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης θα διακατέχεται από άλογες δυνάμεις. Γι΄ αυτό και η μυθολογούσα συνείδηση δεν χάθηκε μαζί με τους πρωτόγονους ανθρώπους, αλλά συνυπάρχει, περιορισμένη από τη λογική συνείδηση, ένα μείγμα λόγου και παραλόγου, το οποίο με συνδυασμένες τις λογικές και άλογες δυνάμεις της ψυχής κατασκευάζει ο άνθρωπος, σαν μια αδήριτη υπαρξιακή του ανάγκη.
[…] Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο μύθος «μετέχει» (με την πλατωνική έννοια του όρου) της διάνοιας, καθώς αποβλέπει στη νόηση ενός αντικειμένου, αλλά δεν πειθαρχεί στους νόμους της διάνοιας, αφού παρεμβάλλει άλογους παράγοντες στη σύνθεση του αντικειμένου, είτε είναι πρόσωπο είτε είναι πράξη.
Αν ονομάζαμε αυτούς τους άλογους παράγοντες συνοπτικά «φαντασία», θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενώ στη γνώση της αλήθειας, δηλαδή στην επιστημονική γνώση, λειτουργεί καθαρά και μόνο η διάνοια, στη νόηση του μύθου λειτουργεί η διάνοια συνδυασμένη με τη φαντασία.
ΠΗΓΗ: Τσάτσος/Κακριδής/Κυριακίδου-Νέστορος, Ελληνική Μυθολογία: Εισαγωγή-Ανάλυση και Ερμηνεία του Ελληνικού Μύθου, Τ.Α, 2021