Γνώθι Σ’ αυτόν


Το δελφικό παράγγελμα «Γνώθι Σ’ αυτόν» συναντάται στα τεκτονικά τυπικά. Στο ακόλουθο κείμενο παρατίθεται μία πιθανή ερμηνεία του, περισσότερο προσανατολισμένη στην έννοια της συνεχούς προσοχής του ανθρώπου στις εσωτερικές του καταστάσεις (αυτοεπίγνωση), παρά στην έννοια  της αντίληψης της διαδικασίας της σκέψης (μεταγνώση).

———————————-

Ένας πολεμοχαρής Σαμουράι, λέει ένα παλιό γιαπωνέζικο παραμύθι, κάποτε προκάλεσε ένα δάσκαλο του Ζεν να του εξηγήσει την έννοια του παραδείσου και της κόλασης. Ο μοναχός όμως του αποκρίθηκε με περιφρόνηση: «Δεν είσαι παρά ένας τιποτένιος – δεν μπορώ να χάνω τον καιρό μου με τους ομοίους σου!».

Με θιγμένο εγωισμό, ο σαμουράι τράβηξε οργισμένος το σπαθί του από το θηκάρι ουρλιάζοντας: «Θα μπορούσα να σε σκοτώσω για την αναίδειά σου».

«Αυτό», είπε ήρεμα ο μοναχός, είναι η κόλαση».

Ξαφνιασμένος, αναγνωρίζοντας πόσο αλήθεια ήταν αυτό που του έλεγε ο δάσκαλος σχετικά με την οργή που τον είχε κυριέψει, ο σαμουράι ηρέμησε, έκρυψε το σπαθί στο θηκάρι και υποκλίθηκε ευχαριστώντας το μοναχό για τη βαθιά του γνώση.

«Και αυτό», είπε ο μοναχός, «είναι ο παράδεισος».

Η αιφνίδια συνειδητοποίηση από το σαμουράι της ίδιας του της ταραχής δείχνει την καίρια διαφορά ανάμεσα στο να καταλαμβάνεσαι από ένα συναίσθημα και στο να αντιλαμβάνεσαι ότι παρασύρεσαι από αυτό. Η ρήση του Σωκράτη «γνώθι σ’ αυτόν» εκφράζει αυτόν ακριβώς το θεμέλιο λίθο της συναισθηματικής νοημοσύνης: να αντιλαμβάνεσαι τα συναισθήματά σου μόλις γεννηθούν μέσα σου.

Με μια πρώτη επιφανειακή ματιά θα μπορούσε να πει κανείς πως τα συναισθήματά μας είναι φανερά. Μια πιο βαθιά σκέψη όμως μας θυμίζει εποχές που προσπερνούσαμε αδιάφοροι τα συναισθήματά μας ή τα παίρναμε είδηση πολύ καθυστερημένα. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον μάλλον πομπώδη όρο μεταγνώση για να αναφερθούν στην αντίληψη της διαδικασίας της σκέψης, καθώς και τον όρο μετασυναίσθημα για να υποδηλώσουν την αντίληψη των συναισθημάτων του ατόμου. Προτιμώ τον όρο αυτοεπίγνωση, με την έννοια της συνεχούς προσοχής του ατόμου στις εσωτερικές του καταστάσεις. Σ’ αυτή την αντανακλαστική επίγνωση ο νους παρατηρεί και διερευνά την ίδια την εμπειρία, η οποία συμπεριλαμβάνει το συναίσθημα.

Αυτή η ιδιότητα της αντίληψης συγγενεύει με αυτό που ο Φρόιντ περιέγραψε ως «ισομερώς διάχυτη προσοχή» και την οποία συνέστησε σε αυτούς που θα έκαναν ψυχανάλυση. Αυτή η προσοχή προσλαμβάνει οτιδήποτε περνάει από την αντίληψη με αμεροληψία, ως αυτόπτης μάρτυρας που ενδιαφέρεται, αν και δεν συμμετέχει. Μερικοί ψυχολόγοι αποκαλούν «παρατηρητικό εγώ» την ικανότητα της αυτοεπίγνωσης που επιτρέπει στον αναλυτή να παρακολουθήσει τις ίδιες του τις αντιδράσεις προς αυτό που λέει ο αναλυόμενος, και που η διαδικασία του ελεύθερου συνειρμού καλλιεργεί στον ασθενή.

Αυτή η αυτοεπίγνωση θα φαινόταν ότι απαιτεί έναν ενεργοποιημένο νεοφλοιό, ιδιαίτερα τις περιοχές της γλωσσικής δραστηριότητας οι οποίες θα έπρεπε να είναι συντονισμένες ώστε να εντοπίζουν και να κατονομάζουν τα συναισθήματα που αφυπνίζονται. Η αυτοεπίγνωση δεν είναι ένας είδος προσοχής που παρασύρεται από τα συναισθήματα, υπεραντιδρώντας και διευρύνοντας αυτό που γίνεται αντιληπτό. Μάλλον είναι μια ουδέτερη μέθοδος που συντηρεί την αυτοαντανάκλαση και μέσα σε θυελλώδεις συγκινήσεις. Ο Γουίλιαμ Στάιρον μοιάζει να περιγράφει κάτι παρόμοιο όταν γράφει για τη βαθιά του κατάθλιψη και μιλάει για την αίσθηση «ότι συνοδεύεται από έναν δεύτερο εαυτό, έναν παρατηρητή – φάντασμα ο οποίος, χωρίς να μοιράζεται την παραφροσύνη του σωσία του, είναι ικανός να παρακολουθεί με απαθή περιέργεια τον αγώνα του συντρόφου του.

Στην καλύτερη περίπτωση η αυτοπαρατήρηση επιτρέπει μια ήρεμη αντίληψη των παθιασμένων ή θυελλωδών αισθημάτων. Στη χειρότερη επιδεικνύεται απλώς ως μια ελάχιστη υπαναχώρηση από την εμπειρία, ένα παράλληλο ρεύμα συνείδησης που είναι «μετα- :» που τριγυρίζει πάνω ή δίπλα στο κυρίως ρεύμα, έχοντας συναίσθηση του τι συμβαίνει, παρά βυθισμένο και χαμένο μέσα σ΄ αυτό. Είναι η διαφορά ανάμεσα, για παράδειγμα, στο να είναι κανείς οργισμένος μέχρι θανάτου ενάντια σε κάποιον και στο να έχει την αυτοαντανακλαστική σκέψη «αυτό που νιώθω είναι θυμός», ακόμα και κατά τη στιγμή της οργής του. Με όρους νευρωνικών μηχανισμών αντίληψης, αυτή η επιδέξια μεταστροφή στη νοητική δραστηριότητα θεωρητικά σηματοδοτεί το γεγονός ότι τα κυκλώματα του νεοφλοιού παρακολουθούν το συναίσθημα, ένα πρώτο βήμα στην απόκτηση κάποιου ελέγχου. Αυτή η αντίληψη των συγκινήσεων είναι η θεμελιώδης συναισθηματική ικανότητα πάνω στην οποία οικοδομούνται άλλες, όπως ο συναισθηματικός αυτοέλεγχος.

Αυτοεπίγνωση, με λίγα λόγια, σημαίνει «αντίληψη και της διάθεσής μας και των σκέψεών μας σχετικά μ’ αυτή τη διάθεση», λέει ο Τζον Μέγιερ, ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαϊρ, ο οποίος μαζί με τον  Πίτερ Σάλοβι, του Γιέιλ, προχώρησε στη διατύπωση τη θεωρίας της συναισθηματικής νοημοσύνης. Η αυτοεπίγνωση μπορεί να είναι μια μη αντιδρώσα, μη κριτική προσήλωση σε εσωτερικές καταστάσεις. Όμως ο Μέγιερ βρίσκει ότι αυτή η λογική μπορεί επίσης να είναι λιγότερο ήπια. Τυπικές σκέψεις που υποδηλώνουν συναισθηματική αυτεπίγνωση είναι: «Δεν θα έπρεπε να νιώθω έτσι», «Σκέφτομαι ευχάριστα πράγματα για να μου φτιάξει η διάθεση», ενώ μια πιο περιορισμένη αυτοεπίγνωση εκφράζεται από τη φευγαλέα  σκέψη: «Μη το σκέφτεσαι», ως αντίδραση προς ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός.

Παρόλο που υπάρχει μια λογική  διάκριση μεταξύ του να έχει κανείς επίγνωση των συναισθημάτων του και να ενεργεί με στόχο  να τα αλλάξει, ο Μέγιερ βρίσκει ότι σε όλες τις πρακτικές εκδηλώσεις αυτά τα δύο συνυπάρχουν: το να αναγνωρίζεις μια λάθος διάθεση σημαίνει ότι  θέλεις να απαλλαγείς από αυτήν. Ωστόσο αυτή η αναγνώριση είναι διαφορετική από τις προσπάθειες που καταβάλουμε για να μη δράσουμε σε μια συγκινησιακή παρόρμηση. Όταν πούμε: «Κόφ’το, επιτέλους!» σ’ ένα παιδί του οποίου ο θυμός το οδηγεί να χτυπήσει ένα φίλου του, μπορεί να αποτρέψουμε το ξύλο, όμως ο θυμός υποβόσκει ακόμα. Οι σκέψεις του παιδιού είναι ακόμα προσηλωμένες στο αίτιο του θυμού – «Μα μου πήρε το παιχνίδι μου!»- κι έτσι ο θυμός συνεχίζει ακάθεκτος. Η αυτοεπίγνωση έχει μια πολύ πιο ισχυρή αντίδραση στα έντονα, εχθρικά συναισθήματα αποστροφής: η αναγνώριση  του «αυτό που νιώθω τώρα είναι θυμός» παρέχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας: όχι μόνο την ευκαιρία να μην δράσεις υπό την επήρειά του, αλλά και την πρόσθετη ευκαιρία να προσπαθήσεις να απαλλαγείς από αυτόν.

Ο Μέγιερ θεωρεί ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν διαφορετικά και ξεχωριστά στιλ καθώς αναγνωρίζουν και μαθαίνουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους.

  • Αυτογνώστες: Οι άνθρωποι που έχουν επίγνωση των διαθέσεών τους την ώρα που τις βιώνουν είναι επόμενο να εξειδικεύουν κάπως τη συναισθηματική τους ζωή. Η καθαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τα συναισθήματά τους μπορεί να ενισχύει άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους: είναι αυτόνομοι και σίγουροι για τα όριά τους, βρίσκονται σε καλή ψυχική υγεία και τείνουν να έχουν θετική στάση απέναντι στη ζωή. Όταν βρίσκονται σε κακή διάθεση, δεν την αναμασούν ούτε κατακυριεύονται από αυτήν, και ως εκ τούτου είναι σε θέση να απαλλαγούν από αυτήν γρηγορότερα. Με λίγα λόγια, η περίσκεψή τους του βοηθάει να χειρίζονται τα συναισθήματά τους.
  • Καταπιεσμένοι: Είναι οι άνθρωποι που συχνά νιώθουν να πνίγονται από τα συναισθήματά τους και δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτά, λες και οι ίδιες τους οι διαθέσεις έχουν πάρει «το πάνω χέρι». Είναι ευμετάβλητοι και έχουν τόση λίγη επίγνωση των συναισθημάτων τους ώστε χάνονται μέσα σ’ αυτά και δε βρίσκουν κάποια προοπτική. Το αποτέλεσμα είναι ότι ελάχιστα προσπαθούν να ξεφύγουν από την κακή τους διάθεση και νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο της συναισθηματικής τους ζωής. Συχνά αισθάνονται συντετριμμένοι και συναισθηματικά ανεξέλεγκτοι.
  • Δεκτικοί: Ενώ αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως σαφείς ως προς το τι νιώθουν πραγματικά, τείνουν παράλληλα να αποδέχονται τις διαθέσεις τους και δεν προσπαθούν να τις αλλάξουν. Φαίνονται να υπάρχουν δυο παραλλαγές του δεκτικού τύπου: αυτοί που είναι συνήθως σε καλή διάθεση κι έτσι δεν νιώθουν την επιθυμία να την αλλάξουν, και άνθρωποι που, παρά την καθαρότητα με την οποία αναγνωρίζουν η διάθεσή τους, είναι επιρρεπείς στα αρνητικά τους συναισθήματα, τα οποία μάλιστα αποδέχονται με μια σάση ωχαδελφισμού και δεν κάνουν τίποτα για να τα αλλάξουν, παρά τη δυστυχία τους. Πρόκειται για το πρότυπο των καταπιεσμένων ανθρώπων οι οποίοι νιώθουν συμφιλιωμένοι με την απελπισία τους.

 

 

ΠΗΓΗ:  Daniel Goleman, Η συναισθηματική Νοημοσύνη: γιατί το EQ είναι πιο σημαντικό από το IQ? (Μτφ.: Παπασταύρου Α΄), εκδ. Πεδίο, σ.82 επ.