Η φιλοσοφία του σώματος


τράχηλος (λατ. collum), ἡ περιοχὴ τοῦ λαιμοῦ καὶ τοῦ αὐχένος ἀποτελεῖ τὸ ὅριον μεταξὺ τοῦ ἀθανάτου καὶ τοῦ θνητοῦ μέρους τῆς Ψυχῆς, καλεῖται δὲ Ἰσθμός. Ἡ κύρια λειτουργία τοῦ ἰσθμοῦ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία τῶν δύο αὐτῶν μερῶν καὶ ἰδίως ἡ προστασία τοῦ ἀνωτέρου μέρους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰς ἀνάγκας τοῦ κατωτέρου. Εἰς τὴν Ἰνδικὴν θρησκείαν ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 5ον Τσάκρα, τοῦ λαιμοῦ. Λέγεται Βισούντχα ποὺ σημαίνει «καθαρμός» ἢ «καθαρότης», ὄνομα δηλοῦν τῆς προστατευτικῆς καὶ καθαρτικῆς λειτουργείας διὰ τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς ψυχῆς. Κέντρον τῆς Ἐπικοινωνίας, συμβολίζεται μὲ κυανοῦν χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ κυανόλιθος (κοιν. «λάπις λαζούλι»), ὁ γλαυκὸς ἀχάτης, ὁ καλούμενος ἀζουρίτης, ὁ χαλαζίας λίθος ὁ καλούμενος «τίγρεως ὀφθαλμός», τὸ γλαυκὸν ὀπάλιον, καὶ οἱ καλούμενοι «τυρκουάζ» καὶ «ἀκουαμαρίνα».

 

Τὸ ἀθάνατο μέρος τῆς ψυχῆς, ἐπικεντρώνεται εἰς τὴν περιοχήν τῆς κεφαλῆς καὶ ἰδίως ἐντός τοῦ μυελοῦ τῶν ὀστῶν τῆς σπονδυλικῆς στήλης. Οὐσιαστικῶς ἔχει ὡς ὄχημά του ὅλο τὸ σῶμα, ἐνῶ ἐν σώματι καθαυτῷ ἐδράζει καὶ τὸ θνητόν μέρος τῆς ψυχῆς. Ἀναγκαῖον ὅριον μεταξὺ τῶν δύο μερῶν αὐτῶν εἶναι ὁ τράχηλος, ποὺ ὁ Πλάτων ὀνομάζει «ἰσθμόν» καὶ «ὅριον μεταξὺ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους». Κρατεῖ τὰ δύο μέρη χωριστὰ ὥστε τὸ ἀνώτερο μέρος νὰ παραμένῃ ἀγνότερο καὶ ἀνενόχλητο ἀπὸ τὰς ταραχὰς ποὺ ἀναγκαστικῶς φέρει τὸ θνητὸ μέρος.

 

Ἐπίσης λειτουργεῖ σὰν ἀμφίδρομη γέφυρα ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν δύο μερῶν, προάγοντας τὴν ἁρμονικὴν συνεργασίαν ταυτοχρόνως μὲ τὴν προφύλαξιν τοῦ ἀθανὰτου μέρους. Ἡ διπλή του λειτουργία διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ στόμα ποὺ ἐξυπηρετεῖ τόσο τὰς ἀνάγκας τῆς θρέψεως ὅσο καὶ τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀρίστων.

 

Ἡ εἴσοδος τοῦ στόματος ἐξυπηρετεῖ τὸ ἀναγκαῖον, διότι ἀναγκαῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ εἰσέρχονται καὶ προσφέρουν τροφήν διὰ τὸ σῶμα, ἐνῶ ἡ ἔξοδος ἀπὸ αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἄριστον, διότι τὸ ρεῦμα τῶν λόγων ποὺ ῥέει πρὸς τὰ ἔξω καὶ τίθεται τῇ ὑπηρεσίᾳ τῆς φρονήσεως εἶναι ἡ πλέον κάλλιστη καὶ ἄριστη πηγή ποὺ δύναται τὶς νὰ φαντασθῇ.

 

Ἡ Φρήν:

 

Ἡ φρὴν (λατ. cor), ἡ θωρακικὴ χώρα ἄνωθεν τοῦ διαφράγματος καὶ ὑπὸ τοῦ λαιμοῦ φιλοξενεῖ τὸ ἀνώτερον ἐκ τῶν θνητῶν μερῶν τῆς Ψυχῆς ὃν καλεῖται «θυμοειδὲς». Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ἕδρα τῶν συγκινήσεων ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἔντασιν καὶ πάθος, ὄπως ἡ ἀνδρεία, ὁ θυμός, ὁ Ἔρως. Συσχετίζεται δὲ μὲ τὸ «πνεῦμα», τὴν θείαν πνοὴν καὶ τὴν ἔμπνευσιν τῶν εὐγενῶν ἰδεῶν. Εἰς τὴν Ἰνδικὴν θρησκείαν ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 4ον Τσάκρα, τῆς καρδίας. Λέγεται Ἀναχάτα ποὺ σημαίνει «ἐκεῖνο ποὺ δὲν χτυπιέται» ἀναφορικῶς μὲ τὴν ἐκπεμπτικὴν λειτουργεία του: νὰ αἰσθάνεται, νὰ ἐμπνέῃ, νὰ ἐκφράζῃ τὴν συγκίνησιν. Συνδέεται μὲ τὴν prana, τὴν ζωτικὴν πνοὴν καὶ τὴν λειτουργίαν τῆς ἀναπνοῆς. Κέντρον τοῦ Συναισθήματος, συμβολίζεται μὲ πράσινον χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ σμάραγδος, τὸ ρουμπίνι, ὁ μαλαχίτης, ὁ νεφρίτης (ζαντ), ὁ ἀβεντουρίνης, ὁ ὀφίτης, τὸ περίδοτον, τὸ ἐσπεριδόχρωμον ὀπάλιον καὶ ὁ ῥοδόχρωμος χαλαζίας.

 

Τὸ θνητὸ μέρος τῆς ψυχῆς περιλαμβάνει τὰ δεινὰ καὶ ἀναγκαῖα πάθη: τὴν ηδονήν, τὰς λύπας, τὸ θάρρος καὶ τὸν φόβον (τοὺς ἄφρονας σύμβουλους), τὸν θυμόν ποὺ δύσκολα καταλαγιάζει καὶ τὴν ἐλπίδα. Εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ἄλογην αἴσθησιν καὶ μὲ τὸν ἔρωτα, τὸν ἐπιχειρητὴν τῶν πάντων. Ἡ θνητὴ ψυχή θεωρεῖται πὼς διαθέτει μία καλύτερην καὶ μία χειρότερην πλευράν, οὕτως ἡ θωρακικὴ κοιλότης ἐπίσης χωρίζεται εἰς δύο μέρη ἔχοντας ἐν μέσῳ τὸ διάφραγμα.

 

Ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀνδρεία καὶ πάθος ἐπειδὴ ἔχει τάσιν ἐπιβολῆς εὑρίσκεται πλησιέστερα τῆς κεφαλῆς, μεταξὺ τοῦ διαφράγματος καὶ τοῦ λαιμοῦ, ὥστε νὰ ἀκούῃ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ νὰ συμπράττῃ εἰς τὴν χαλιναγώγησιν τῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ δὲ καρδία, ὁ κόμβος τῶν φλεβῶν καὶ τοῦ αἵματος ποὺ διατρέχει ὁρμητικῶς ὅλα τὰ μέλη, εὑρίσκεται εἰς τὴν θέσιν τῆς σκοπιᾶς, δηλαδὴ τοῦ φρουροῦ.

 

Ὅταν μαίνεται ὁ θυμός καὶ καθὼς ὁ λόγος ἀναγγέλει τὴν τέλεσιν μίας ἀδίκου πράξεως, εἴτε ἀπὸ ἐξωτερικούς παράγοντας εἴτε ἀπὸ τὰς ἐσωτερικὰς ἐπιθυμίας, ἡ καρδία διαμέσου ὅλων τῶν στενωπῶν μεταφέρει ταχυτάτως τὰς διαταγὰς καὶ τὰς ἀπειλὰς πρὸς κάθε μέρος τοῦ σώματος ποὺ δύναται νὰ ἀντιληφθῇ αὐτὰς, ὥστε νὰ συμμορφωθῇ μετὰ τῶν ἐπιταγῶν τοῦ ἀνωτέρου μέρους τῆς ψυχῆς.

 

Ἡ καρδία πρὸ τοῦ ἐπερχομένου κινδύνου καὶ τῆς ἐγέρσεως τοῦ θυμοῦ ἀναταράσσεται καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ διέγερσις τῶν παθῶν ἐκδηλώνεται μὲ τὴν μορφήν τοῦ πυρὸς. Οὕτως πλησίον τῆς καρδίας εὑρίσκονται οἱ πνεύμονες διὰ νὰ τὴν βοηθοῦν, ἀπορροφώντας τὸν ἀέρα καὶ τὰ ὑγρά, ψύχοντας τὴν καρδίαν καὶ παρέχοντας δρόσον καὶ χαλάρωσιν κατά τὴν ὑπερθέρμανσιν. Διὰ τοῦτον καὶ οἱ πνεύμονες περιβάλλουν τὴν καρδίαν σᾶν μαλακὸ καὶ προστατευτικὸ πλέγμα, οὕτως ὥστε ὅταν τὸ πάθος δυναμώνει ἐντὸς της, νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸ μαλακὸν της περίβλημα, νὰ δροσίζεται καὶ μειώνοντας τοὺς πόνους της νὰ μπορῇ μαζί μὲ τὸν θυμόν νὰ ὑπηρετῇ εὐκολοτέρως τὸν λόγον.

 

Τὰ δύο μέρη τῆς θνητῆς ψυχῆς συνδέονται ἀντιστοίχως μὲ τὸν θυμόν καὶ τὰς ἐπιθυμίας εὑρισκόμενα τὸ πρῶτον εἰς τὸ στῆθος καὶ τὸ δεύτερον εἰς τὴν κοιλίαν. Ὁ θυμός καθορίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀνδρείαν καὶ τὴν θέλησιν διὰ ἐπικράτησιν, συνδέεται μετὰ τῆς λειτουργείας τοῦ αἵματος ἐν τῷ ὀργανισμῷ καὶ διατηρεῖ μεγαλυτέρα συγγένεια πρὸς τὴν φρόνησιν.

 

Ἡ Γαστήρ:

 

Ἡ γαστὴρ (λατ. abdomen), ἡ κοιλιακὴ χώρα ὑπὸ τοῦ διαφράγματος καὶ ἄνωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ φιλοξενεῖ τὸ κατώτερον ἐκ τῶν θνητῶν μερῶν τῆς Ψυχῆς ὃν καλεῖται «ἐπιθυμητικὸν». Κύρια λειτουργία του εἶναι ἡ θρέψις τοῦ σώματος. Ἐπιθυμητικὸν ἔχουν ἐπίσης τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτά. Τοῦτο εἶναι ἡ πηγὴ πάσας ἐπιθυμίας σχετικῆς μὲ τὰς σωματικὰς ἀνάγκας ὄπως ἡ ὄρεξις τοῦ σώματος διὰ τροφὴν ἀλλὰ καὶ ἄλλαι ὀρέξεις ὄπως ἡ ἐρωτικὴ. Εἰς τὴν Ἰνδικὴν θρησκείαν ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 3ον Τσάκρα, τοῦ ἡλιακοῦ πλέγματος. Λέγεται Μανιπούρα ποὺ σημαίνει «χώρα τοῦ λαμπεροῦ κοσμήματος» καὶ ἡ λειτουργεία του εἶναι ἐπιθετική: νὰ κατακτᾷ, νὰ καταναλώνῃ, νὰ μετασχηματίζῃ ἄλλα πράγματα σὲ μέρη τοῦ ἑαυτοῦ του. Κέντρον τῆς Θέλησεως, συμβολίζεται μὲ κίτρινον χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ κρύσταλλος ῥουτιλίου, ὁ κιτρίνης κρύσταλλος, ὁ κίτρινος ἴασπις, τὸ ἤλεκτρον, ὁ χρυσοβήρυλλος ἡλιόδωρος, ὁ λίθος ὁ καλούμενος «γαλῆς ὀφθαλμός» καὶ τὸ καλούμενον τοπάζιο.

 

Τὸ ἄλλο μέρος τῆς ψυχῆς, ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ φαγητά, τὰ ποτά και ὅ,τι ἄλλο τοῦ ἐπιβάλλει ἡ φύσις τοῦ σώματος, εὑρίσκεται μεταξὺ τοῦ διαφράγματος καὶ τοῦ ὁρίου τῆς περιοχῆς τοῦ ὀμφαλοῦ. Ὁ χώρος αὐτὸς εἶναι σᾶν φάτνη διὰ τὴν τροφήν τοῦ σώματος. Αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ψυχῆς δὲν πρόκειται ποτέ νὰ κατανοήσῃ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ ἂν ἀκόμη ἐρχόταν εἰς ἐπαφήν μὲ ἐπιχειρήματα δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντιληφθῇ τὴν σημασίαν των. Ἔτσι εὑρίσκεται εἰς τὴν μεγαλύτερην ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν ἔδραν τῶν ἀποφάσεων, τὴν κεφαλήν, ὥστε νὰ προκαλῇ τὸν ἐλάχιστον θόρυβον καὶ τὴν ἐλάχιστην ἐνόχλησιν ἐπιτρέποντας εἰς τὸ κυρίαρχον μέρος τῆς ψυχῆς νὰ διαβουλεύεται ἀπερίσπαστο.

 

Τὸ μέρος αὐτὸ τῆς ψυχῆς ὅμως ἔχει μία ἰδιότητα, νὰ ψυχαγωγεῖται άπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ φάσματα τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας. Το χάρισμα αὐτὸ ἀξιοποιεῖ τὸ ἧπαρ, ποὺ εὑρίσκεται μαζί του εἰς τὴν ἱδίαν κατοικίαν. Τὸ ἧπαρ εἶναι πυκνὸ, λεῖο και λαμπερὸ, προικισμένο μὲ γλυκύτητα ἀλλὰ καὶ μὲ πικρότητα. Ὑπὸ καταστάσεων φόβου ἢ ἀπειλῆς, τὸ ἧπαρ ἀποκτᾶ ἕνα πρασινωπὸν «χολῶδες» χρῶμα, συμπιέζεται ἀπὸ ἄκρη σὲ ἄκρη, ζαρώνει καὶ τραχύνεται φράζοντας τὰς πύλας εἰσόδου του καὶ προκαλώντας πόνους και λύπας.

 

Ὅταν ὅμως δέχεται πνοὴν πραότητος ἐκ τῆς διανοίας, τότε ἡ πικρότης ἡρεμεῖ ἐνῶ ἡ γλυκύτης ἐνεργοποιεῖται καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἥπατος ἐπανέρχονται εἰς τὴν ὀρθήν, λεῖαν καὶ ἐλευθέραν μορφήν των. Τότε τὸ σύνοικον μέρος τῆς ψυχῆς γίνεται ἤπιο κι εὐτυχὲς τὴν νύκτα καὶ καθὼς εἶναι ἀποκομμένο ἀπὸ τὸν λόγον καὶ τὴν φρόνησιν, ἐπιδίδεται με σοβαρότητα εἰς τὴν ὀνειρομαντείαν. Οὕτως τὸ «μαντεῖον τοῦ σώματος» διὰ τῆς ἐκεῖ θέσεῶς του προσδίδει εἰς τὸ ἀνάξιον μέρος τῆς ψυχῆς μία ἐπαφήν μετὰ τῆς ἀληθεῖας.

 

Οὐδεῖς ἀσκεῖ τὴν ἀληθινὴν κι ἐμπνευσμένη μαντικήν μὲ τὸν νοῦ του, ἀλλὰ εἴτε κατὰ τὸν ὕπνον του, ὅταν ἡ δύναμις τῆς φρονήσεως εἶναι ἀδρανῆς, εἴτε ὅταν μεταμορφώνεται ἀπὸ κάποια ἀσθένεια ἢ ἀπὸ ἱερὸν παροξυσμόν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπανευρίσκει τὴν λογικὴν του ἀναπολεῖ τὸ ὄνειρον ἢ τὸ ὅραμα -τὰς μαντικὰς ἢ θεϊκὰς ῥήσεις, τὰ φάσματα ποὺ εἶδε- καὶ μὲ τὴν λογικὴν του προσπαθεῖ νὰ διακρίνῃ τὶ ἀκριβῶς σημαίνουν. Καὶ δι’ ὅσον καιρόν ζεῖ αἱ ἐνδείξεις τοῦ ἥπατος εἶναι ἀρκοῦντως σαφεῖς, ὅταν ὅμως πεθάνει, αὐτὸ γίνεται τυφλὸ καὶ τὰ μαντικὰ του σημεῖα πλέον συγκεχυμένα, διὰ νὰ τοὺς ἀποδοθεῖ νόημα σαφές.

 

Ὁ Πλάτων εἰς Τίμαιον ἀποσαφηνίζει τὴν σχέσιν τῶν ὀνείρων μὲ τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, ἀποσυνδέοντάς τα ἀπὸ τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς ψυχῆς καὶ τοποθετώντας τα εἰς τὸ κατώτερον, «θνητὸν» μέρος. Εἰς Πολιτείαν ὑποστηρίζει ὅτι ὅποιος φροντίζει καλὼς καὶ καταπραΰνει τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ τὸ θυμοειδὲς μέρος τῆς ψυχῆς του, δὲν ἔχει νὰ φοβηθῇ τίποτε ἀπὸ τὰ φάσματα ποὺ ἐμφανίζονται εἰς τὰ ὄνειρὰ του -τὰς θηριώδεις καὶ ἀναίσχυντας εἰκόνας ποὺ ταλαιπωροῦν τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους.

 

Ἀντιθέτως μάλιστα διὰ τοὺς ἀγαθούς τὰ ὄνειρα ἔχουν θετικὴ λειτουργία ποὺ μπορεῖ μάλιστα νὰ ἅπτεται τῆς ἀληθείας. Οὕτως ὁ Πλάτων περιγράφει τὰ ὄνειρα τοῦ Σωκράτους εἰς Κρίτωνα, ὅπου μία γυναίκα τοῦ ἀποκαλύπτει διὰ τελετουργικῆς και συμβολικῆς γλώσσης ὅτι ὁ θάνατός του θὰ καθυστερήσει κατὰ μία ἡμέραν καὶ εἰς Φαίδωνα, ὅπου πρὸς τὸ τέλος τὴς ζωῆς του παίρνει κατὰ γράμμα τὸ ἐπίμονον ὄνειρον ποὺ τοῦ ἐπιτάσσει νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν μουσικὴν, ἐνῶ ἕως τότε τὸ ἑρμήνευε ὡς προτροπήν διὰ τὴν φιλοσοφίαν, τὴν μεγίστην μουσικήν.

 

Εἰς Φαίδρον ὁ Πλάτων συνδέει τὸν μάντιν μὲ τὸ μένος (τὴν μαντικὴν μὲ τὴν μανικὴν) καὶ διαχωρίζει τὸ ἔργον του ἀπὸ τὴν οἰωνιστικὴν, τὴν τῶν ἐμφρόνων ζήτησιν τοῦ μέλλοντος, τὴν λογικὴν δηλαδή ἑρμηνείαν τῶν θείων σημάτων. Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ οἰωνιστικὴ προήλθε ἀπὸ τὴν οἰονοΐστικὴν, ποὺ ἐτυμολογικῶς ἐμπεριέχει τὴν ἀνθρώπινην οἲησιν, τὸν νοῦ καὶ τὴν ἱστορίαν. Ἐπίσης ἀπορρίπτει τὴν λαϊκὴν πίστην εἰς τὴν οἰωνοσκοπίαν ἀπὸ τὰ ἐντόσθια τῶν θυσιασθέντων σφαγίων, ἐξηγώντας εἰςΤίμαιον ὅτι τὸ ἧπαρ δὲν διατηρεῖ τὴν μαντικὴν του ἱδιότητα ὅταν πεθάνει καὶ μόνον συγκεχυμένα σημεῖα δύναται νὰ δώσῃ. Ὁ Πλάτων ἀποδίδει τὴν ἱδιαίτερην αὐτὴν λειτουργία τοῦ ἥπατος εἰς ὅλους τοὺς ζωικοὺς ὀργανισμούς καὶ ὅχι μόνον εἰς τὸν ἀνθρώπινον.

 

Ἡ Γονή:

 

Ἡ γονὴ (λατ. genitalia), τὰ γεννητικὰ μέρη ὄπως ἡ μήτρα καὶ τὸ σπέρμα, παρέχουν τὴν ἀναπαραγωγικὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μυελὸς τῶν ὀστῶν εἶναι ἡ λεπτοφυὴς ὕλη τῆς ἰδίας τῆς ψυχῆς καὶ ὁ δεσμὸς τῆς ζωῆς μὲ τὸν ὁποῖον ἀρμόζεται ἡ Ψυχὴ ἐν τῷ Σώματι. Ὁ μυελὸς τοῦτος κατερχόμενος ἀπὸ τὴν σπονδυλικὴν στήλην, συγκεντρώνεται εἰς τὴν γονήν, εἰς τὰ γεννητικὰ ὄργανα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ γίνεται ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ ὅπου προβάλλει τὸ νεογνό. Εἰς τὴν Ἰνδικὴν θρησκείαν ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 2ον Τσάκρα, τῶν γεννητικῶν ὀργάνων. Λέγεται Σβαντχιστχάνα ποὺ σημαίνει «τὸ ἀγαπημένο τῆς μέρος», ταιριαστὸ ὄνομα διὰ τὸ ἀφροδίσιον κέντρον. Κέντρον τῆς ἀναπαραγωγῆς καὶ τῆς ἐρωτικῆς πράξεως, συμβολίζεται μὲ ἐρυθρὸν χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ ἀμετρίνης κρύσταλλος, ὁ πυρόχρωμος καὶ ἐρυθρὸς ἀχάτης, ὁ ἐρυθρὸς γρανάτης, ὁ ἐρυθρὸς ἴασπις, τὸ ἠλιοτρόπιον (κοιν. «αἱματόπετρα», bloodstone), τὸ καρνεόλιον, ὁ σεληνόλιθος καὶ ὁ ῥοδοχρωσίτης.

 

Τὸ ἀθάνατον μέρος τῆς ψυχῆς συγκεντρώνεται εἰς τὴν περιοχήν τῆς κεφαλῆς καὶ ἰδίως ἐν τῷ μυελῷ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ποὺ ὁ Πλάτων ὀνομάζει καὶ «σπέρμα». Εἰς τὴν ἔξοδον τῶν ποτῶν, ἐκεῖ ὅπου φθάνουν τὰ πόσιμα ὑγρά ἀφοῦ ὁλοκληρώσουν τὴν διαδρομήν των ἀπὸ τοὺς πνεύμονας καὶ τὰ νεφρά καταλήγοντας εἰς τὴν κύστιν ἀπὸ ὅπου καὶ ἀποβάλλονται τῃ πιέσει τοῦ ἀέρος, οἱ θεοί ἤνοιξαν δίοδον ἐπικοινωνίας μὲ τὸν μυελόν, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν κεφαλήν καὶ τὸν αὐχένα ἐκτείνεται συμπαγῆς κατὰ μήκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης (ἱερὰ σύριγξ).

 

Ὁ μυελός ὅμως εἶναι ἔμψυχος καὶ μόλις ηὗρε διέξοδον, ἐμφύσησε ἀκριβῶς εἰς τὴν περιοχήν τῆς διεξόδου αὐτῆς τὴν ζωτικὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἐκροῆς κι οὕτως ἐδημιουργήθη ὁ γενετήσιος ἔρως. Ὁ Πλάτων πιστεύει ὅτι λόγῳ αὐτοῦ ἡ φύσις τῶν γεννητικῶν ὀργάνων εἶναι ἀνυπάκουη καὶ αὐταρχικὴ, ἐπιχειρώντας ἐν τῷ οἴστρῳ της νὰ κυριαρχήσει ἐπὶ τῶν πάντων, καὶ τούτο συμβαίνει ὁμοῖως τοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς γυναιξί. Ἐάν τὴν ἐποχήν τοῦ οἴστρου μείνουν διὰ πολὺ χρόνον ἄγονα δυσανασχετοῦν καὶ ἀγανακτοῦν, καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτὴ περιφερόμενη εἰς ὅλον τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τοῦ σώματος προκαλεῖ τὴν χειροτέραν δυστυχίαν καὶ γεννᾷ κάθε εἴδους ἀσθένεια.

 

Αὐτὸ συνεχίζεται ἕως ὁ ἔρως καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνδρός καὶ τῆς γυναικός συναντηθοῦν, σᾶν νὰ ἤθελαν νὰ κόψουν μαζί τὸν καρπόν ἑνός δένδρου. Τότε σπέρνουν εἰς τὸ γόνιμο ἔδαφος τῆς μήτρας μικροσκοπικά, ἀόρατα καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα (ζῳντανά δηλαδή πράγματα) τὰ ὁποῖα σταδιακῶς διαμορφώνονται καὶ θρέφονται εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μέχρι νὰ μεγαλώσουν καὶ τελικῶς ἐξέρχονται εἰς τὸ φῶς, ὁλοκληρώνοντας οὕτως τὴν γέννησιν τῶν ἐμβίων ὅντων.

 

Ἡ ἀντίληψις αὐτὴ περὶ μικροσκοπικῶν ἀοράτων καὶ ἀδιαπλάστων ζῴων μᾶλλον χρεώνει τόν Πλάτωνα μὲ τὴν ἀνακάλυψιν τῶν σπερματοζωαρίων καὶ δὲν συναντάται εἰς τοὺς προγενεστέρους φιλοσόφους.

 

Τὸ Ἱερὸν Ὀστοῦν:

 

Τὸ ἱερὸν ὀστοῦν (λατ. os sacrum) εἶναι ἡ κατάληξις τῆς σπονδυλικῆς στήλης, τῆς ὀνομασθείσης «ἱερὰ σύριγξ». Ἡ σπονδυλικὴ στήλη περιέχει τὸν μυελόν, τὴν λεπτοφυὴν ὕλην τῆς Ψυχῆς καὶ οὐσίαν ζωῆς, τὸ δὲ ἱερὸν ὀστοῦν εἶναι ἡ βάσις καὶ ἐκ τῶν κυριοτέρων κέντρων συμπυκνώσεως αὐτῆς. Εἰς τὴν Ἰνδικὴν θρησκείαν ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 1ον Τσάκρα, τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ. Λέγεται Μουλαντχάρα ποὺ σημαίνει «ἡ ῥίζα-βάσις», ὄνομα σύμβολον τῆς ἀγκύρας τῆς ζωῆς καὶ τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας. Κέντρον τῆς Βάσεως τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας, συμβολίζεται μὲ ἐρυθρὸν χρῶμα, Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ αἱματίτης, ὁ καπνίας κρύσταλλος, ὁ μέλας γρανάτης, ὁ καστανὸς ἴασπις, ὁ ὀψιδιανός καὶ ὁ μέλας ὄνυξ.

 

Τὸ ἀθάνατο μέρος τῆς ψυχῆς, συγκεντρώνεται εἰς τὴν περιοχήν τῆς κεφαλῆς καὶ ἰδίως εἰς τὸν μυελόν, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν κεφαλήν καὶ τὸν αὐχένα ἐκτείνεται συμπαγῆς κατὰ μήκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης, τῆς ἱερᾶς σύριγγος. Ἡ ὕπαρξις τοῦ μυελοῦ ποὺ ὁ Πλάτων ἀποκαλεῖ καὶ «σπέρμα» εἶναι πολὺ σημαντικὴ διότι ἐν μυελῷ στερεώνονται οἱ δεσμοί τῆς ζωῆς καὶ ῥιζώνει τὸ θνητὸ γένος.

 

Ὁ ἴδιος ὁ μυελός ἐδημιουργήθη ἀπὸ ἄλλα στοιχεῖα. Ἐκ τοῦ συνόλου τῶν πρωταρχικῶν τριγώνων, οἱ θεοί ἀπομόνωσαν ὅσα ἦταν τέλεια καὶ λεῖα ἄρα κατάλληλα, λόγῳ τῆς ἀκριβείας των, διὰ τὴν παραγωγήν τοῦ πυρὸς, τοῦ ὕδατος, τοῦ ἀέρος καὶ τῆς γῆς, καὶ τὰ ἔμειξαν εἰς τὰς ὀρθὰς ἀναλογίας δημιουργώντας πανσπερμίαν δι’ ὅλον τὸ θνητὸν γένος. Σὲ αὐτὸ τὸ ὑπόστρωμα ἐδράζουν τὰ εἶδη τῶν ψυχῶν, οὕτως ὁ μυελός γίνεται τὸ ἀγκυροβόλιον ὅλων τῶν δεσμῶν τῆς ψυχῆς καὶ γύρω του οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν κατασκευήν τοῦ ὀστεΐνου περιβλήματος τοῦ μυελοῦ.

 

Τὰ ὀστᾶ θεωροῦνται ὅτι προέρχονται ὰπὸ τὸ κοσκίνισμα καθαρῆς καὶ λείας γῆς ποτισμένης μὲ μυελόν καὶ ζυμωμένης. Κατόπιν ἡ ζύμη εἰσήχθη πυρὸς καὶ ἐμβυθίσθη ὕδατος καὶ κατόπιν πολλῶν τέτοιων διαδοχικῶν ἐμβαπτίσεων κατέστη ἀδιάλυτη πυρὸς τὲ καὶ ὕδατος. Δι’ αὐτοῦ τοῦ πέτρινου περιβλήματος εἶναι ποὺ προφυλάσσεται τελείως ὁ μυελός. Ὅσα ὀστᾶ ἦσαν ἰδιαιτέρως ἔμψυχα ἐκαλύφθησαν μεθ’ ὀλίγων σαρκῶν ἐνῶ τὰ πλέον ἄψυχα καλύπτονται ὑπὸ πολλῶν καὶ πυκνῶν. Ἐκεῖ λοιπόν ὅπου ἐδράζει ἡ φρόνησις καὶ ἡ ὀξεῖα αἴσθησις τὸ δέρμα εἶναι λεπτὸ ἐπιτρέποντας τὴν ἀντίληψιν ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἔργον τῆς διανοίας.

 

Κατὰ μῆκος τῆς ράχεως ἐκτείνονται οἱ σφόνδυλοι, κυλινδρικοὶ στροφεῖς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν περιοχήν γύρω ἀπὸ τὸν διαυχένιον καὶ τὸν νωτιαῖον μυελόν ἕως τὴν βάσιν τῆς λεκάνης, με ἀρμούς ἀνάμεσά των ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ κίνησις καὶ ἡ κάμψις. Ἡ ἱερὰ σύριγξ καταλήγει εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μέρη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ἱερὸν ὀστοῦν. Ἐκεῖ εὑρίσκεται τὸ ἀγκυροβόλιον τῆς ψυχῆς ποὺ τὴν συνδέει μὲ τὸ στοιχεῖον τῆς γῆς, ἕνα σημεῖον συγκεντρώσεως τῆς ζωτικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς.

 

Σημαντικὴ ἐδῶ εἶναι ἡ ἄποψις τοῦ Πλάτωνος ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός, μὲ τὰ ὄργανα καὶ τοὺς ἱστούς του συνδέονται ὄχι μὲ τὴν φυσικὴν δομήν καὶ ἀποτελεσματικότητα ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχήν, μὲ τὴν νόησιν καὶ τὴν εὐγενὴν φιλοσοφικὴν εἱμαρμένην τοῦ ἀνθρώπου κατά τὴν πορείαν του πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ ἀγαθοῦ.

Ν.Π