[…] Ο φιλόσοφος Αναξίμανδρος (610-547 π.Χ.) από τη Μίλητο, εδίδαξε πως τα διάφορα όντα προήλθαν από την πρώτη ουσία με την έκκριση ή την απόκριση (=την απέκκριση, το έκκριμα). Κατά τον Αναξίμανδρο όλα τα όντα, οργανικά και έμψυχα, που βρίσκονται στη γη, προήλθαν από το ίδιο υγρό, χάρη στην επίδραση του ήλιου. Γεννήθηκαν μέσα στη λάσπη της θάλασσας, που είχε στεγνώσει και ξεραθεί από τις ακτίνες του ήλιου. Ο ίδιος φιλόσοφος εδίδαξε, πως ο άνθρωπος καταγόταν από κάποιο είδος ψαριού.
Ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής (495-435 π.Χ.) από τον Ακράγαντα της Σικελίας, εδίδαξε πως μεγάλες και παράδοξες αλλαγές έλαβαν χώρα στα προϊστορικά φυτά με αποτέλεσμα να προέλθουν απ’ αυτά αντί φύλλα και λουλούδια, διάφορα μέλη ζωικών σωμάτων. Έτσι δημιουργήθηκαν όλα τα είδη σωματικών μελών – κεφάλια, ώμοι, βραχίονες, πόδια, μάτια χωρίς τις κόγχες τους, αυτιά κλπ. Ύστερα η αγάπη ή η έλξη (η «Φιλότης») θριάμβευσε στον αγώνα της εναντίον του μίσους ή της απωθήσεως (του «Νείκους») και τα διάφορα μέλη άρχισαν αν αναζητούν το αντίστοιχο συγγενικό τους μέλος. Επειδή όμως κάτω από την πίεση των δύο αυτών εξωτερικών δυνάμεων ενώθηκαν μεταξύ τους τυχαία, δημιουργήθηκαν παράξενα, αλλόκοτα, αποκρουστικά τέρατα: Ζώα με ανθρώπινα κεφάλια και άνθρωποι με κεφάλια ζώων, ή μισοανθρώπινα όντα, που είχαν διπλά στήθη ή κεφάλια. Τα τέρατα αυτά, μη μπορώντας να επιζήσουν ή να πολλαπλασιασθούν, πέθαναν γρήγορα. Σταδιακά, αλλά και πάλι κατά τύχη, δημιουργήθηκαν νέα είδη ομαλότερα, που μπόρεσαν να επιζήσουν και να πολλαπλασιασθούν. Απ’ αυτά κατόρθωσαν να επιζήσουν τα ικανότερα και δυνατότερα, ενώ τ’ άλλα εξαφανίσθηκαν.
Άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι όπως ο Λεύκιππος (500-430 π.Χ.) κι ο μαθητής του Δημόκριτος [470-361 (;) π.Χ] από τα Άβδηρα, είπαν πως όλα τα όντα, και τα λογικά και τα έμψυχα κι αυτοί ακόμη οι θεοί προήλθαν από τη σύνθεση των ατόμων. Τη θεωρία αυτή δέχθηκε κι ο Ρωμαίος Λουκρήτιος (95-55 π.Χ.), που στο ποίημά του «Περί φύσεως πραγμάτων» (De rerum natura) ανέπτυξε θεωρίες, που θυμίζουν τα όσα είπε αργότερα ο Δαρβίνος για τη φυσική επιλογή και τον αγώνα για την ύπαρξη.
Φθάνοντας στον Αριστοτέλη (384-322 π.χ.) συναντούμε τις βάσεις της Βιολογίας (η επιστήμη που μελετά και αναλύει την αρχή, την Ιστορία, τους χαρακτήρες και τα φαινόμενα της ζωής, όπως εκδηλώνονται στα φυτά και στα ζώα). Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, ο πρώτος αληθινός βιολόγος, που μελέτησε τη φύση με προσοχή και σ’όλες τις λεπτομέρειές της, εδίδαξε ότι κάθε όργανο όν, είτε ζώο είναι αυτό είτε φυτό, έχει κάποια αιτία, που το κινεί. Έχει κάποιο λόγο υπάρξεως, τείνει προς ένα τελικό σκοπό. Ο Αριστοτέλης έβλεπε παντού σ’ όλα ένα σχέδιο, μια σκοπιμότητα. Γι’ αυτό δεχόταν πως κανένα δημιούργημα δεν ήταν αποτέλεσμα τυφλής τύχης.
Ο άλλος μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος, ο Πλάτων ( 427 – 347 π.Χ) εδίδασκε πως τα φυτά και τα ζώα κατασκευάστηκαν με εντολή του αγέννητου Θεού από άλλους Θεούς γεννητούς. Κάθε φυτό και ζώο έγινε σύμφωνα με την αιώνια «ιδέα»του, που υπήρχε πριν απ’ αυτό σ’ ένα κόσμο αιώνιο, όχι υλικό. Ώστε τόσο ο Πλάτων, όσο κι ο Αριστοτέλης δε δέχονταν την εξέλιξη ούτε την τύχη. Κι οι δυο τους δέχονταν το αμετάβλητο και το αυτόνομο των ειδών της ζωής.
Πηγή: Βασιλειάδης Ν., Ο Δαρβίνος και η θεωρία της εξελίξεως, 1995